Αρθογραφία

"Αγορά ιδεών για τη Μεταπολίτευση" "Η αποτίμηση της μεταπολίτευσης είναι τελικά θετική" “Αξιολογώντας τη Μεταπολίτευση” "Από τις μεγάλες προσδοκίες στο μεγάλο τρίλημμα" "Η Μεταπολίτευση στην Ελλάδα: ένα διεθνές φαινόμενο" "Ανάγκη αρετής και τόλμης" "Το Είναι και το φαίνεσθαι" "Όποιος λεγόταν αριστερός δεν θέλει να λέγεται πλέον" «Outsiders and Insiders» "Οι πρόσφυγες του 1922 και το ελληνικό κράτος" «Περί Προνοίας και Ορθού λόγου». «Προτεστάντες λαϊκιστές» «Διασταύρωση Βασιλίσσης Σοφίας και Ηρώδου του Αττικού» «Η γοητεία της πτώσης και ο κόσμος μας» Δεν είναι φασισμός η επικράτηση της Μελόνι -Τι πραγματικά συμβαίνει στην Ευρώπη Δέσμιοι νεκρών ιδεών Ελληνική Οικονομία και Δημοκρατία Από τα στερεότυπα της "3ης Σεπτέμβρη" στον ιδιόμορφο εκσυγχρονισμό. Παγιδευμένη χώρα. Ο κόσμος, η Γαλλία και εμείς. "Tο αντισυστημικό 34% και το φιλορωσικό ρεύμα". O Κώστας Κωστής και o Αριστείδης Χατζής συζητούν για την Ελληνική Επανάσταση. "Αυταπάτη οι προσδοκίες ισχυρής ανάπτυξης χωρίς μεταρρυθμίσεις" "Η μικρασιατική καταστροφή και η διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού κράτους" "Μεγάλες προσδοκίες" Πού χάθηκαν οι (έλληνες) διανοούμενοι; Τι έμαθα κατά το 2021 για το 1821 Τι έμαθα κατά το 2021 για το 1821 Με σιωπές δεν χτίζεται η σοσιαλδημοκρατία To τέλος του Δυτικού Κόσμου και οι οπαδοί της «δημοκρατορίας» Κύκλος Ιδεών: «Εργαστήριον η Ελλάς» - Θεσμοί και καταστάσεις που δοκιμάστηκαν στην Ελλάδα από την Παλιγγενεσία έως τις ημέρες μας - On line Συνέδριο, 2-4 Νοεμβρίου 2020 Οι Έλληνες είμαστε οι «ταλαιπωρημένοι» της Ιστορίας -Χρειάζονται 10 χρόνια για να ορθοποδήσουμε Οι πανδημίες στην ιστορία (14ος-21ος αιώνας), από την πανώλη στον κορωνoϊό. «Τα καλά νέα και τα κακά νέα» - Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Lifo, 10.5.2020 Η Επέτειος του Πολέμου της Ανεξαρτησίας , Μέρος Ά Η Επέτειος του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, Μέρος ΄Β «Η πανδημία και οι αντοχές της ελληνικής οικονομίας – Η επόμενη ημέρα» Από τον καιρό της πανώλης στο σήμερα #Stayhome Κώστας Κωστής: Το παρόν μάς δίνει τα καλύτερα μαθήματα από το παρελθόν Χρήματα στο ΕΣΥ ή στην «Ελλάδα 2021»; Τρεις κορυφαίοι ιστορικοί μιλούν στη LiFO Εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε ένα καθεστώς άρνησης της πραγματικότητας Πώς η Ελλάδα έγινε από μικρή οθωμανική επαρχία, ευρωπαϊκό κράτος Νομίζουμε ότι γλιτώσαμε από την καταστροφή ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ANDRO Δυσοίωνο μέλλον Εξαρτημένοι από θεωρίες εξάρτησης Περί Ιστορίας, Ιστορικών και άλλων Διανοουμένων... Το Αλουμίνιον της Ελλάδος Πόλεμοι Φθοράς Και όμως είναι απόλυτα ειλικρινείς… Η φιλοδοξία Τσίπρα να καταστρέψει την Ευρώπη μετά την Ελλάδα Tι κρίμα κύριε καθηγητά... Η μεταπολίτευση και οι υποτιμήσεις της δραχμής Οικονομικές αναλογίες και διαφορές με τη σημερινή εποχή Κράτος και ομάδες συμφερόντων. Το μεταπολιτευτικό κοινωνιολογικό παράδειγμα για το ελληνικό κράτος και η πτώση του Σχολεία εκτός πραγματικότητας Η βαριά βιομηχανία της ελληνικής ιστορίας όλα τα αλέθει

"Αγορά ιδεών για τη Μεταπολίτευση"

Άρθρο του Κώστα Κωστή στην Καθημερινή, 5 Μαρτίου 2024


Ξεκίνησε την Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου και τελείωσε το Σάββατο 2 Μαρτίου, στην Εθνική Πινακοθήκη μία εκδήλωση με θέμα «Μεταπολίτευση: 50 χρόνια μετά». Διοργανωτές, η «Καθημερινή», το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, το Hellenic Observatory (London School of Economics) και το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Στην οργανωτική επιτροπή συμμετείχαν ο Kέβιν Φέδερστοουν, ο Mαρκ Mαζάουερ, ο Αλέξης Παπαχελάς, η Eλέιν Παπούλιας, ο Συμεών Τσομώκος και ο υπογράφων.

Δεν πρόκειται να κάνω λόγο για το κατά πόσον η εκδήλωση θα πρέπει να θεωρείται επιτυχημένη ή όχι. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω γνώμες τρίτων, που ασφαλώς θα είναι πιο αντικειμενικές από τη δική μου. Θα ήθελα ωστόσο να επισημάνω δυο-τρία σημεία που αφορούν τη διοργάνωση και που την κάνουν, νομίζω, να ξεχωρίζει.

Πρώτα απ’ όλα δεν πρόκειται ακριβώς για ένα συνέδριο. Απλά έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που συγκεντρώνονται σε ένα χώρο για να συζητήσουν την εμπειρία τους των τελευταίων 50 χρόνων. Έχουν διαφορετικές πολιτικές προελεύσεις, διαφορετικές ειδικότητες, διαφορετική συμμετοχή στον δημόσιο βίο και ο μόνος κοινός παρονομαστής μεταξύ τους ήταν το γεγονός ότι έζησαν, περισσότερο ή λιγότερο, την εμπειρία της Μεταπολίτευσης.

Δεν υπήρχαν γραπτές εισηγήσεις πάνω στις οποίες οι σχολιαστές θα διατύπωναν τις απόψεις τους. Επρόκειτο για μια ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων: οι σχολιαστές με τη συνδρομή ενός δημοσιογράφου για να κρατάει τους χρόνους της συζήτησης και να συντονίζει, έθεταν ερωτήματα που αφορούσαν τους ομιλητές και τη δράση τους στον δημόσιο βίο στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, πρώιμης ή όψιμης.

Ο στόχος, επίσης, δεν ήταν οι συζητήσεις αυτές να καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα· ο στόχος ήταν να ανταλλαγούν απόψεις συχνά αντιτιθέμενες, να δοθεί η δυνατότητα σε ένα μεγάλο κοινό, που παρακολούθησε είτε ζωντανά είτε σε live streaming, να διαμορφώσει τη δική του άποψη. Πιστεύω, δε, ότι στο μέλλον θα πολλαπλασιαστούν εκείνοι που θα θελήσουν να παρακολουθήσουν τις συζητήσεις αυτών των τριών ημερών.

Επομένως, έχω την αίσθηση πως η εκδήλωση για τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης ήταν περισσότερο μια αγορά ιδεών και απόψεων και όχι ένα συνέδριο. Αυτή ήταν κατά τη γνώμη μου και μία πλευρά της γοητείας της εκδήλωσης. Και συνάμα μια πρόκληση για την οργανωτική επιτροπή, προκειμένου να κρατήσει τις κάθε είδους ισορροπίες. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι δεν αδικήθηκαν κάποιοι, αλλά όπως μπορεί να καταλάβει κανείς, δεν ήταν δυνατόν να συμμετάσχουν όλοι.

Ιδιαίτερη σημασία για την εκδήλωση είχε η παρουσία όλων σχεδόν των πρώην πρωθυπουργών της χώρας έως σήμερα, συμπεριλαμβανομένου και του νυν, οι οποίοι εξέφρασαν τις αντιλήψεις τους για την 3η Ελληνική Δημοκρατία, τα τρωτά της και τις αρετές της, καθώς επίσης και για το μέλλον της. Αυτό καθαυτό το γεγονός αποτέλεσε από μόνο του μία επιτυχία των οργανωτών. Δεν νομίζω να έχει ξανά συμβεί τόσοι πρωθυπουργοί της χώρας να συμμετάσχουν σε μια μη πολιτική εκδήλωση.

Αλλά δεν ήταν μόνον οι πρωθυπουργοί, των οποίων η παρουσία έδωσε ιδιαίτερο χρώμα στη συνάντηση. Άλλες προσωπικότητες που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Ελλάδας (οικονομία, εξωτερική πολιτική, κοινωνική πολιτική) συμμετείχαν στην εκδήλωση. Η παρουσία τους ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ιδίως κατά τις στιγμές εκείνες που μιλούσαν για τις πολιτικές επιλογές τους.

Ακόμη ένα σημείο που είχε τη σημασία του ήταν και τα ιδρύματα που συμμετείχαν στη διοργάνωση: ένα ενημερωτικό έντυπο, η «Καθημερινή», το παλαιότερο πολιτιστικό ίδρυμα της χώρας, το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, ένας εξαιρετικά δυναμικός θεσμός ελληνικών σπουδών στο εξωτερικό, το Hellenic Observatory του LSE, αλλά και εκπρόσωποι μεγάλων πανεπιστημίων της αλλοδαπής, όπως Columbia University (Νέα Υόρκη), Centre for European Studies (Χάρβαρντ, Bοστώνη), αλλά και ο πιο αποτελεσματικός διοργανωτής εκδηλώσεων στη χώρα μας, το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Δεν είναι λίγα, είναι εκλεκτά και η συνεργασία μεταξύ τους φάνηκε ιδιαιτέρως γόνιμη.

Τελευταίο σημείο, αλλά κάθε άλλο παρά έσχατο, το γεγονός ότι στο πλαίσιο της αγοράς ιδεών για τη Μεταπολίτευση, η πολιτική συνύπαρξη, για να μη μιλήσω για κάτι περισσότερο, ήταν υποδειγματική, αποδεικνύοντας ότι ο διάλογος μπορεί να γίνει χωρίς κραυγές και φιλονικίες. Για τους διοργανωτές αυτό ήταν και το ζητούμενο.

 

"Η αποτίμηση της μεταπολίτευσης είναι τελικά θετική"

Συνέντευξη του Κώστα Κωστή στους Α. Παπαγιαννίδη και Κ. Τσαλάκο, Οικονομική Επιθεώρηση, 8 Φεβρουαρίου 2024


Η διεθνής διάσταση της μεταπολίτευσης 

Συμπληρώνονται εφέτος 50 χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας, 50 χρόνια αυτού που αποκαλούμε συνήθως μεταπολίτευση, με την ευρύτατη έννοια του όρου. Κάνετε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση αυτής της περιόδου, υπογραμμίζοντας διαστάσεις που δεν φωτίζονται αρκετά συχνά. Η πρώτη είναι η διεθνής διάσταση του φαινομένου. Γιατί επιμένετε τόσο πολύ σε αυτό; Και τι μας αποκαλύπτει αυτή η διεθνής διάσταση; 

Μας δείχνει ότι δεν είμαστε μόνοι σε αυτόν τον κόσμο. Και ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε τίποτα από ό,τι συνέβαινε γύρω μας, αλλά και από ό,τι συμβαίνει σήμερα γύρω μας, εάν δεν λάβουμε υπόψη μας πώς συναρτάται η κατάσταση της χώρας με ένα διεθνές περιβάλλον. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που χρησιμοποιώ είναι το φαινόμενο της «δημοκρατικής παγκοσμιοποίησης». Το 1973-1974 ξεκινά αυτό που ορισμένοι αποκαλούν «τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού», το οποίο διαρκεί μέχρι το 2008 περίπου. Ενώ το 1973 υπήρχαν 35 δημοκρατίες σε ολόκληρο τον κόσμο, το 2008 φτάσαμε στις 160. Από το 2008 και μετά, ωστόσο, αυτή η διαδικασία αρχίζει να αντιστρέφεται. Η Ελλάδα είναι μια από τις πρώτες χώρες που μπαίνει σε αυτό το κύμα και εκδημοκρατίζεται. Ακολουθούν όμως και πολλές άλλες χώρες στη συνέχεια. Η μεταπολίτευση δεν είναι ένα φαινόμενο αποκλειστικά δικό μας. Πρέπει να καταλάβουμε σε ποιο πλαίσιο εντάσσεται, αλλά και πώς εντάσσεται σε αυτό.

Βέβαια είχαμε δημοκρατία και πριν για πολλά χρόνια. Ή μήπως η προηγηθείσα της επταετίας δημοκρατία ήταν μια «χωλή» δημοκρατία;

Δεν θα την έλεγα «χωλή». Θα χρησιμοποιούσα, αντιθέτως, τον όρο «αντι-κομμουνιστικό κράτος». Στην πραγματικότητα, όποιο κράτος κι αν εξετάσει κανείς την περίοδο από το 1945 μέχρι το 1967, θα διαπιστώσει την ύπαρξη μιας «χωλής» δημοκρατίας. Η Αμερική πρώτη και καλύτερη − έχουμε το ζήτημα των Αφροαμερικάνων, το θέμα του Μακαρθισμού… Δεν συνηθίζουμε όμως να την αποκαλούμε «χωλή» δημοκρατία. Το ίδιο ισχύει και για την Ιταλία, με τις εκεί παρακρατικές οργανώσεις, αλλά και για τη Γαλλία, με τον πόλεμο της Αλγερίας και τις ασύλληπτες παραβιάσεις του συντάγματος και των δικαιωμάτων που τον συνόδευσαν. Όποια δυτική χώρα κι αν δούμε τη συγκεκριμένη περίοδο, θα διαπιστώσουμε προβλήματα. Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα έχουμε ένα παρασύνταγμα. Το ατυχές για τη χώρα μας είναι ότι δεν υπήρξε εδώ η σοσιαλδημοκρατία. Δεν υπήρξε και  η άνοιξη που είχαμε αλλού, από το 1968 και μετά. 

Γιατί ήμαστε στον πάγο…

Ακριβώς. Μπαίνουμε σε μια δικτατορία, η οποία σταματά τα πάντα.

Και μετά; 

Μετά έρχεται η νεότευκτη δημοκρατία και εμείς ως χώρα αναζητούμε να την καταλάβουμε και να τη ζήσουμε, αλλά με όρους που είναι φτιαγμένοι για εντελώς διαφορετικά δεδομένα. Αντλώντας τα παραδείγματά μας από το εξωτερικό, μιλούσαμε για το 1968, αλλά αυτό είχε ήδη ξεπεραστεί στο εξωτερικό το 1974. Το είχαν ζήσει και το είχαν ήδη αφομοιώσει. Προσπαθούσαμε να δούμε το 1968 στο Πολυτεχνείο, όμως αυτό δεν ίσχυε. Η Ελλάδα δεν έζησε την άνοιξη που υπήρξε στη Γαλλία, στην Αμερική και σε άλλες χώρες, που είχε να κάνει με τις εσωτερικές συνθήκες των χωρών αυτών και την ανάδυση της σοσιαλδημοκρατίας. 

Οι νέες συνθήκες που τελικά δημιουργήθηκαν οδηγούν σε μια δημοκρατία και σε ένα σύνταγμα που, όπως φαίνεται εκ των υστέρων, 50 χρόνια μετά, αποδείχθηκε ανθεκτικό και πετυχημένο. Μπορεί πολλές φορές να το καταγγέλλουμε, αλλά το ΠΑΣΟΚ είναι εκείνο  που διαμορφώνει τη λογική της δημοκρατίας μας στη μεταπολίτευση.

Το μεγάλο τρίλημμα 

Ο συσχετισμός με τη διεθνή διάσταση αναδεικνύει και αυτό που σε αρκετές περιστάσεις έχετε επισημάνει αναφορικά με το τρίλημμα που αντιμετώπισαν όλες οι χώρες ανάμεσα στη δημοκρατία, την παγκοσμιοποίηση και την οικονομική ανάπτυξη; 

Το αντιμετωπίζουν ακόμη. 

Δηλαδή; 

Το συγκεκριμένο σημείο της ανάλυσής μου αντλεί από ένα πολύ σημαντικό βιβλίο του Ντάνι Ρόντρικ, σπουδαίου οικονομολόγου και καθηγητή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Σε αυτό ο Ρόντρικ υποστηρίζει ότι είναι πολύ δύσκολο να συνδυάσεις την παγκοσμιοποίηση − σας θυμίζω ότι η Ελλάδα μπαίνει πολύ δυνατά στην παγκοσμιοποίηση με την ένταξή της στην ΕΟΚ…

Είναι παγκοσμιοποίηση αυτό; 

Τα μεγάλα σύνολα είναι ένας τρόπος συμμετοχής στην παγκοσμιοποίηση. Μπαίνοντας στην ΕΟΚ, κατεβάζουμε αμέσως τους δασμούς, όλα τα προστατευτικά τείχη, και βρισκόμαστε έτσι σε οικονομικές συνθήκες τις οποίες δεν μπορούμε να χειριστούμε. Την ίδια στιγμή, υπάρχει μια νέα δημοκρατία, που έχει τις απαιτήσεις της. Πρέπει να εκπαιδευθεί ο πληθυσμός, ο οποίος από την άλλη έχει πάρα πολύ μεγάλες προσδοκίες. 

Δημοκρατία ίσον προσδοκίες, άλλωστε…

Ακριβώς. Μετά από πάρα πολλά χρόνια οι πολλοί διεκδικούν πλέον μερίδιο στην πίτα. Έχουμε, λοιπόν, μια νεότευκτη δημοκρατία, η οποία ζορίζει την οικονομία. Παράλληλα, αντιμετωπίζουμε αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «πρόβλημα ή αδιέξοδο του μεσαίου εισοδήματος». Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που πρέπει να αλλάξουμε το παραγωγικό και οικονομικό μας μοντέλο, αλλά δεν είμαστε σε θέση να το κάνουμε. Δεν τολμάμε να το κάνουμε. Διαμορφώνονται τέτοια συμφέροντα την εποχή εκείνη −τα συνδικάτα ισχυροποιούνται, ομάδες συμφερόντων πιέζουν συνέχεια και εν τέλει ικανοποιούνται− ώστε στην πραγματικότητα, σε παραγωγικούς όρους, λίγα είναι αυτά που αλλάζουν. 

Ήταν με μια έννοια αναπότρεπτη αυτή η διαδικασία; Για την εμβάθυνση της δημοκρατίας, με βάση τα δεδομένα και τις δυνατότητες της χώρας εκείνη την εποχή, «θυσιάστηκε» η οικονομία;

Κατά τη γνώμη μου ναι. Εάν έπρεπε να το πω έτσι…

Γίνεται, όμως, μια μικρή προσπάθεια αναστροφής το 1990-1993, λίγο δογματική. Γίνεται επίσης μια προσπάθεια της μεσαίας σημιτικής περιόδου και μετά έρχεται η τρόικα, η οποία «λύνει το πρόβλημα», με αρκετά άγαρμπο τρόπο. Μήπως εκεί έχουμε το αντίστροφο φαινόμενο, μια «θυσία» της δημοκρατίας για τη διάσωση της οικονομίας; 

Δεν θα το έλεγα έτσι. Δεν θα το έθετα με αυτούς τους όρους. Η τρόικα δίνει τις λύσεις που δεν μπορέσαμε να δώσουμε εμείς οι ίδιοι για τον εαυτό μας. Τις δίνει, βεβαίως, με βίαιο τρόπο, με πολύ τιμωρητικό τρόπο. Επρόκειτο, όμως, για θέματα τα οποία θα έπρεπε εμείς οι ίδιοι να τα είχαμε λύσει πολύ νωρίτερα. Και ο Μητσοτάκης το 1990-1993 και ο Σημίτης στη διακυβέρνησή του έδειξαν τα όρια των μεταρρυθμίσεων, το πού μπορείς να φτάσεις…

(Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη εδώ)

 

 

“Αξιολογώντας τη Μεταπολίτευση”

Άρθρο του Κώστα Κωστή στην Καθημερινή, 4 Φεβρουαρίου 2024


Καθώς τα δημοσιεύματα για τη Μεταπολίτευση πολλαπλασιάζονται, κατά τον ίδιο τρόπο πολλαπλασιάζονται και οι αξιολογικές κρίσεις για την περίοδο αυτή. Οι απόψεις διίστανται πολύ έντονα, πράγμα που δείχνει την αδυναμία μας προκειμένου να μπορέσουμε να σχηματίσουμε μια ενιαία αντίληψη για το θέμα που μας απασχολεί.

Πολλοί και σημαντικοί πολιτικοί επιστήμονες, συγγραφείς αλλά και γενικότερα δημοσιολογούντες θεωρούν την περίοδο της Μεταπολίτευσης ως μια περίοδο αποτυχίας του ελληνικού κράτους. Πέρα δε από αυτούς, υπήρξαν και πολλοί που έφθαναν στα άκρα αποκαλώντας την Ελλάδα αποτυχημένο κράτος, συνήθως αγνοώντας τι ακριβώς σήμαινε ο όρος αυτός.

Είναι προφανές ότι οι χαρακτηρισμοί αυτοί ξεκινούν από την εμπειρία της περιόδου της κρίσης και φυσικά γράφτηκαν στη διάρκειά της. Πολλοί από τους ίδιους συγγραφείς είχαν διαφορετική άποψη κατά τα προηγούμενα χρόνια.

Σε κάποιες περιπτώσεις η αντίληψη ότι η Μεταπολίτευση δεν δικαιώθηκε από τις εξελίξεις που ακολούθησαν συνοδεύεται και από προτροπές του τύπου «κρείττον εστί το σιγάν» προς όσους θέλουν να κάνουν λόγο για επιτυχίες της Μεταπολίτευσης.

Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι απλό: Με τι κριτήρια θα μπορέσουμε να αξιολογήσουμε τις επιδόσεις ενός κράτους; Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο κάθε συγγραφέας κρίνει τη Μεταπολίτευση με βάση τις δικές του επιθυμίες, προσδοκίες ή κριτήρια, σε τελική δε ανάλυση με βάση τις δικές του πολιτικές επιλογές.

Το θέμα αυτό σε μια γενικότερη εκδοχή έχει απασχολήσει και τη διεθνή βιβλιογραφία. Μια σπουδαία ιστορική κοινωνιολόγος, η Theda Skocpol, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, σε ανάλογη περίπτωση έχει υποδείξει ότι ένα κράτος μπορεί να θεωρηθεί ως επιτυχημένο ή αποτυχημένο ανάλογα με τους στόχους που θέτει το ίδιο και όχι ανάλογα με τις δικές μας επιθυμίες.

Το πρώτο μέλημα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας δεν ήταν να μετατραπεί σε Ισραήλ για να εξαλείψει την τουρκική απειλή. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ποτέ δεν σκέφτηκε πολεμικές ενέργειες, γνωρίζοντας τις θλιβερές συνέπειες που θα είχαν για τη χώρα. Εκείνο που τον ενδιέφερε δεν ήταν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το να αντιμετωπίσει τους κινδύνους μιας νέας δικτατορικής εκτροπής και να θεμελιώσει το δημοκρατικό πολίτευμα. Ουδέποτε υποστήριξε κάτι άλλο, όλες του οι επιλογές, ακόμη και η μετακίνησή του στην Προεδρία, υπηρετούσαν αυτό τον σκοπό.

Ακόμη και η επίσπευση της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Kοινότητα είχε μόνο δευτερευόντως οικονομικές στοχεύσεις. Θυμίζω το έλεγε ο ίδιος ο Καραμανλής με την κατάθεση του αιτήματος ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ: «Θα ήθελα να τονίσω ότι η Ελλάς δεν επιθυμεί την ένταξίν της αποκλειστικώς για λόγους οικονομικούς. Την επιδιώκει προ πάντων για λόγους πολιτικούς, που αναφέρονται εις την σταθεροποίησιν της δημοκρατίας και εις το μέλλον του έθνους…».

Θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξει κανείς ότι ο Καραμανλής και οι συνεργάτες του δεν κατάφεραν να πετύχουν τον στόχο που έθεσαν. Η δημοκρατία που εδραιώθηκε στην Ελλάδα μετά το 1974 μπόρεσε να αντιμετωπίσει όλες τις δοκιμασίες, ακόμη και αυτές της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, και να σταθεί στα πόδια της. Η επιτυχία από την άποψη αυτή δεν είναι μικρή.

Ως προς το οικονομικό κόστος της εδραίωσης της δημοκρατίας, θα υποστήριζα για μία φορά ακόμη ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με το τίμημα της μετάβασης σε ένα δημοκρατικό καθεστώς. Η διαδικασία αυτή δεν είναι αγνή και άσπιλη, όπως ίσως θα επιθυμούσαμε, αλλά μια διαδικασία στην οποία ποικίλες ομάδες συμφερόντων στηρίζουν τη δημοκρατία ανάλογα με τη διαπραγματευτική ισχύ που αποκτούν στην πορεία. Το αυξανόμενο δημόσιο χρέος υπήρξε το τίμημα εκμάθησης και μετάβασης στη δημοκρατία, όσο κυνικό και αν φαίνεται κάτι τέτοιο.

Ένα ακόμη επιχείρημα που προβάλλεται εις βάρος της Μεταπολίτευσης είναι ότι ναι μεν στα χρόνια αυτά εδραιώθηκε η δημοκρατία, αλλά αυτή συνοδεύεται από μια εκτεταμένη διαφθορά. Και εδώ βέβαια θα υποστήριζα ότι δεν υπάρχουν ιδανικές καταστάσεις, έτσι όπως θα θέλαμε όλοι, ή σχεδόν όλοι, να υπάρχουν. Όλες οι δυτικές δημοκρατίες πάσχουν από ζητήματα διαφθοράς και θα μπορούσαμε να το διαπιστώσουμε εύκολα εξετάζοντας κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η περίπτωση της Γαλλίας είναι κραυγαλέα: δύο πρόεδροι της Δημοκρατίας έχουν καταδικαστεί, όπως επίσης και δύο πρωθυπουργοί, ενώ ένας αυτοκτόνησε. Και σπεύδω να προσθέσω ότι οι εκτιμήσεις της διαφθοράς από τη Διεθνή Διαφάνεια δεν είναι ιδιαίτερα πειστικές, λόγω του τρόπου εκτίμησής της.

Εν κατακλείδι, νομίζω ότι στην προοπτική των εορτασμών των 50 χρόνων της Μεταπολίτευσης θα ήταν χρήσιμο, πριν βιαστούμε να απορρίψουμε συλλήβδην τα έργα και τις ημέρες της, να σκεφτούμε από πού ξεκίνησε η Ελλάδα και πού έφτασε και ότι οι πολιτικές επιδιώξεις των κυβερνήσεων δεν ταυτίζονταν με τις δικές μας πολιτικές προτιμήσεις. Επίσης, να λάβουμε υπόψη μας ότι οι εκ των υστέρων αξιολογήσεις δεν ερμηνεύουν απαραίτητα και όσα προηγήθηκαν. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαμε να αποφύγουμε όλα τα φαινόμενα αυτολύπησης και αυτοοικτιρμού –αν υπάρχει τέτοια λέξη– που δεν μας κολακεύουν πολύ. Θα κατανοούσαμε εξάλλου τι μας συνέβη και πώς θα πρέπει να χειριστούμε το μέλλον της χώρας.

 

"Από τις μεγάλες προσδοκίες στο μεγάλο τρίλημμα"

Άρθρο του Κώστα Κωστή στην Καθημερινή, 21 Ιανουαρίου 2024


Η Ελλάδα, όπως και πολλές άλλες χώρες, αντιμετώπισε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ένα τρίλημμα: μπορούσε άραγε να συμβιβάσει τη δημοκρατία, την οικονομική ανάπτυξη και την παγκοσμιοποίηση; Αποδείχθηκε πως όχι. Η κρίση του 2008 οδήγησε σε μία οικονομική οπισθοχώρηση και μάλιστα πολύ μεγάλης έκτασης – 40% του διαθεσίμου εισοδήματός των κατοίκων της – ενώ και η δημοκρατία δέχθηκε πολύ μεγάλη πίεση αν και τελικά μπόρεσε να επιβιώσει, πιθανολογώ σε μεγάλο βαθμό χάρη στη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή χάρη στην εμπλοκή μας στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης που απαιτεί την ύπαρξη μεγάλων οικονομικών ενοτήτων.

Η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, όχι τόσο για οικονομικούς λόγους όσο για λόγους ισχυροποίησης της διαδικασίας μετάβασης στη δημοκρατία αλλά και ενίσχυσης της διεθνούς θέσης της, κυρίως απέναντι στην Τουρκία. Ως προς το σημείο αυτό ο Καραμανλής ήταν σαφής στις ομιλίες και συνεντεύξεις του. Φαντάζομαι πως και οποιοσδήποτε άλλος σώφρων πολιτικός στη θέση του το ίδιο θα έκανε, ωστόσο η λογική αυτή δεν έμεινε χωρίς συνέπειες.

Στη συνέχεια η χώρα πέρασε μία μακρά περίοδο εκπαίδευσης των κατοίκων της στη δημοκρατία, δηλαδή ικανοποίησης των Μεγάλων Προσδοκιών που είχαν διαμορφωθεί μετά την πτώση της Δικτατορίας: οι προσδοκίες αυτές ήταν σε θέση να ικανοποιηθούν, κυρίως από το Πα.Σο.Κ. Αφενός μεν μία μεγάλη μερίδα Ελλήνων που μέχρι τότε ήσαν αποκλεισμένοι και δεν μπορούσαν να απολαύσουν τα αγαθά της εξουσίας, μπόρεσαν να μπουν στο παιγνίδι, αφετέρου δε τα μεγάλα περιθώρια δημόσιου δανεισμού έδιναν, έστω και για σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, στους Έλληνες σοσιαλιστές τη δυνατότητα να ικανοποιούν αιτήματα ακόμη και αν αυτά δεν ήσαν συμβατά με τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Επιχείρησαν λοιπόν να φτιάξουν ένα κοινωνικό κράτος χωρίς να υπάρχουν οι οργανωτικές δυνατότητες και οι οικονομικές προϋποθέσεις.

Στο πλαίσιο αυτό η δημοκρατία μπόρεσε να εμπεδωθεί στην Ελλάδα και μάλιστα να αποκτήσει στέρεες βάσεις, έστω και αν οι εμπειρίες από τις δεκαετίες που πέρασαν μπορεί να μην μας ικανοποιούν σε σύγκριση με τον τρόπο που λειτουργούσε η Δημοκρατία σε άλλες δυτικές χώρες. Η Δημοκρατία επομένως είχε έρθει για να μείνει. Ωστόσο με τι κόστος!

Διότι τα προβλήματα ήταν διαφορετικά στον χώρο της οικονομίας, η οποία σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης χρησιμοποιήθηκε ως μηχανισμός για την χρηματοδότηση της πολιτικής δραστηριότητας με τρόπο που υπέκφευγε διαρκώς στην αντιμετώπιση των σημαντικών προβλήματα που διαρκώς αναδεικνύονταν.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συγκροτήθηκαν ομάδες που μπορούσαν να επωφεληθούν από την ισχυρή θέση τους στην οικονομική διαδικασία και που μπόρεσαν να επιτύχουν και εξακολουθούν να επιτυγχάνουν ιδιαίτερα οφέλη  για τα μέλη τους. Οι τζαμπατζήδες (free riders) μετατράπηκαν σε ένα καθεστώς στην Ελλάδα κατά τον ίδιο τρόπο που οι προσοδοθήρες,  μπόρεσαν να επωφεληθούν από μία ευνοϊκή μεταχείριση  που δεν δικαιούνταν από τα πράγματα. Μία κατάσταση που ακόμη εξακολουθεί να υφίσταται και συμβάλει δραματικά στην διαμόρφωση έντονων συνθηκών κοινωνικής αδικίας..

Σε ένα τέτοιο καθεστώς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η οικονομία παρέπαιε, με την πολιτική ελίτ της χώρας να αγνοεί επιδεικτικά τους καταναγκασμούς που επέβαλε η παγκοσμιοποίηση. Πίστευαν ότι με ελιγμούς της τελευταίας στιγμής και με τη στήριξη της Ευρώπης θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα αδιέξοδα που επέρχονταν, τη στιγμή που η Γαλλία, η οποία επεδίωξε να ακολουθήσει έναν ανάλογο δρόμο χρειάστηκε λιγότερο από τρία χρόνια για να ανακρούσει πρύμναν.

Βέβαια στις απαρχές της δεκαετίας του 1990 έγινε κατανοητό ότι η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο και δημιουργήθηκε μία κοινωνική συναίνεση για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή και Οικονομική Ένωση, ως μία άλλη Μεγάλη Ιδέα που θα έλυνε αυτομάτως τα προβλήματα της Ελλάδας. Με το που εντάχθηκε βέβαια η Ελλάδα στη ζώνη του Ευρώ κρίθηκε ότι κάθε άλλη προσπάθεια περιττεύει και ότι μπορεί η χώρα, και κυρίως οι ισχυρές ομάδες πίεσης, να απολαύσει τους καρπούς του Παραδείσου. Κάθε μέτρο που θα ξεβόλευε τα ισχυρά συμφέροντα ήταν καταδικαστέο και οδηγούσε σε τραγελαφικές καταστάσεις: έτσι είδαμε τους φοιτητές να διαδηλώνουν κατά της μεταρρύθμισης Γιαννίτση για το συνταξιοδοτικό σύστημα.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι γνωστό. Το ερώτημα είναι τώρα που διαμορφώνεται ένα διαφορετικό καθεστώς παγκόσμιας κεφαλαιακής συσσώρευσης σε σύγκριση με την καθαυτό μεταπολιτευτική περίοδο (1974-2008), τώρα που η δημοκρατία δέχεται παγκοσμίως ισχυρές πιέσεις και η παγκοσμιοποίηση υφίσταται τριγμούς με άδηλο μέλλον, τώρα που τα κλιματικά ζητήματα δημιουργούν άλλα δεδομένα στην οικονομική δραστηριότητα, σε τι έκταση είμαστε σε θέση να λάβουμε υπόψη μας τις απειλές και να δημιουργήσουμε στη χώρα μας τις προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών.

 

"Η Μεταπολίτευση στην Ελλάδα: ένα διεθνές φαινόμενο"

Άρθρο του Κώστα Κωστή στην Καθημερινή, 7 Ιανουαρίου 2024


Έχουμε τη συνήθεια στην Ελλάδα να αντιμετωπίζουμε τα εγχώρια πολιτικά φαινόμενα σε μία οπτική εντελώς ελληνοκεντρική και συνάμα βραχυπρόθεσμη. Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζεται και η περίοδος της Μεταπολίτευσης, δηλαδή η μετάβαση στη Δημοκρατία γίνεται κατανοητή στη βάση μιας εντελώς εγχώριας οπτικής, ακόμη και όταν υπογραμμίζουμε ότι η Ελλάδα στη διαδικασία εκδημοκρατισμού συνοδεύτηκε από τη Πορτογαλία και Ισπανία. Και αυτό ακόμη όμως δεν αρκεί για να δώσει στη διαδικασία της μετάβασης τις πραγματικές της διαστάσεις.

Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τι σήμαινε Μεταπολίτευση θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο αριθμός των δημοκρατιών, παγκοσμίως, ανερχόταν σε 35 για να φθάσει το 2013 τις 120. Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε «δημοκρατική παγκοσμιοποίηση». Σε μία άλλη οπτική ο S. Huntington τοποθετεί την μετάβαση στη δημοκρατία στην Ελλάδα στις απαρχές του τρίτου κύματος εκδημοκρατισμού στον κόσμο. Επομένως η Μεταπολίτευση στην Ελλάδα ακόμη και όταν την εκλαμβάνουμε με το πιο στενό περιεχόμενο του όρου δεν μπορεί παρά να ιδωθεί ως ένα κομμάτι μιας ευρύτερης παγκόσμιας διαδικασίας, την οποία δεν μπορούμε να παραβλέψουμε χωρίς κόστος στην απόπειρα κατανόησης του φαινομένου.

Παραπέρα όμως το φαινόμενο της δημοκρατικής παγκοσμιοποίησης δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από μία συνιστώσα της διαδικασίας «βαθιάς παγκοσμιοποίησης» που ξεκινά το 1971 και ολοκληρώνεται με την μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2008. Τι ακριβώς σημαίνουν, όμως, όλα αυτά;

Το 1971 ζούμε μία καθοριστική στιγμή της παγκόσμιας μεταπολεμικής ιστορίας: το σύστημα του Bretton Woods, πάνω στο οποίο είχε οικοδομηθεί η μεταπολεμική παγκόσμια ευημερία, αλλά και η αμερικάνικη ηγεμονία στον δυτικό κόσμο, καθώς επίσης και η ελληνική οικονομική απογείωση, εγκαταλείπεται μετά από απόφαση του Προέδρου Νίξον. Βρισκόμαστε στην αρχή μιας νέας εποχής, μιας εποχής που έχει χαρακτηριστεί, όπως ήδη ανέφερα, ως περίοδος «βαθιάς παγκοσμιοποίησης», σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο της «ρηχής παγκοσμιοποίησης»¨, που προσδιοριζόταν από τον έλεγχο των κεφαλαιακών ροών παγκοσμίως και σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες με βάση το δολάριο. Από το 1971 και μετά τα κεφάλαια κινούνται όλο και περισσότερο ανεμπόδιστα σε παγκόσμια κλίμακα, δημιουργώντας ένα περιβάλλον στο οποίο η αυτονομία των εθνικών πολιτικών είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Επί της ουσίας το 1971 έρχεται να οριοθετήσει δύο διακριτά καθεστώτα κεφαλαιακής συσσώρευσης αλλά και πολιτικής διαπραγμάτευσής τους.

Η μεγάλη κρίση του 2008 -2009 έρχεται να κλείσει οριστικά αυτή την περίοδο και ο κόσμος προχωράει σε μία φάση αποπαγκοσμιοποίησης, της οποίας δεν έχουμε δει ακόμη πλήρως τις συνέπειες. Στο πλαίσιο αυτό έχουμε και την ανάδειξη των Spin Dictators, όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζονται ηγέτες όπως ο Ερντογάν, ο Πούτιν ή ο Όρμπαν, οι οποίοι ανατρέπουν την τάση εκδημοκρατισμού των τελευταίων χρόνων. Ο σπουδαίος Martin Wolf εξάλλου έχει αφιερώσει ένα σημαντικό βιβλίο στο θέμα της «δημοκρατικής ύφεσης», όπως χαρακτηρίζει την περίοδο μετά το 2007, συνδέοντας την άμεσα με την υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης.

Επομένως σε μία παγκόσμια προοπτική αυτό που ονομάζουμε περίοδο της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα, δεν είναι κατά τη γνώμη μου παρά η μετάβαση της χώρας σε μία καινούργια φάση παγκοσμιοποίησης, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας ήταν και η πτώση της δικτατορίας και η εδραίωση της δημοκρατίας. Το πώς συνδέονται τα φαινόμενα αυτά παραμένει θέμα προς διερεύνηση και δεν είναι εδώ ο τόπος για κάτι τέτοιο.

Την ίδια περίοδο βέβαια η Ελλάδα ζει σε ένα διεθνές οικονομικό πλαίσιο που γίνεται όλο και πιο περιοριστικό για την ανεξαρτησία των εθνικών πολιτικών, την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, την προσπάθεια «εκπαίδευσης» των πληθυσμών της στη δημοκρατία μέσα από πολιτικές υψηλού δημοσιονομικού κόστους, αλλά και τον έλεγχο κρίσιμων τομέων της οικονομίας από ομάδες συμφερόντων που εμποδίζουν κάθε μεταρρύθμιση, κάθε προσαρμογή στα ταχύτατα μεταβαλλόμενα παγκόσμια δεδομένα, και φυσικά πέφτει σε μία «παγίδα μεσαίου εισοδήματος», καθώς αδυνατεί να ξεφύγει από το παραγωγικό μοντέλο που είχε ακολουθήσει μέχρι τότε, αλλά και το οποίο ήταν πλέον ξεπερασμένο.

Θα απαιτούσε πολύ χώρο για να αναλυθούν όλες αυτές οι παράμετροι που συγκροτούν την Μεταπολίτευση όπως συνήθως την κατανοούμε ως «χρονοτόπο» για να υιοθετήσω μία έννοια του Μιχαήλ Μπαχτίν που έχουν ήδη χρησιμοποιήσει ο Α. Λιάκος, αλλά και άλλοι ιστορικοί, δηλαδή ως «ιστορική περίοδο, διαδικασία σε εξέλιξη, χώρο, πεδίο, πορεία μετάβασης πολλαπλώς οριζόμενη ανάλογα με τις προσδοκίες και τους σχεδιασμούς διαφορετικών υποκειμένων». Ωστόσο αν η αντίληψη αυτή μας υπογραμμίζει την ελαστικότητα προσαρμογής σε ένα πολύπλοκο περιβάλλον με αντιτιθέμενες αντιλήψεις, το μείζον κατά τη γνώμη μου διακύβευμα στην κατανόηση της Μεταπολίτευσης, και στο προσδιορισμό της περιόδου, είναι η ικανότητά μας να εντάξουμε την περίοδο μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και δούμε τη χώρας μας μέσα από αυτή την οπτική. Στην αντίθετη περίπτωση χάνουμε και το δάσος και τα δένδρα. Και κυρίως αδυνατούμε να κατανοήσουμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε σήμερα, τη  περίοδο δηλαδή μετά την Μεταπολίτευση.

 

"Ανάγκη αρετής και τόλμης"

Άρθρο του Κώστα Κωστή στην Καθημερινή, 31 Δεκεμβρίου 2023 


Αν οι αλλαγές που έφερε το Πα.Σο.Κ. στην ελληνική ανώτατη παιδεία κατά τη δεκαετία του 1980 δεν μπορούν να παραγνωρισθούν ως προς τις σαφείς προθέσεις να «ανοίξουν» τα πανεπιστήμια προς νέους ανθρώπους και νέα γνωστικά αντικείμενα και πεδία, η συνέχεια αποδείχθηκε μάλλον τραγική. Ποικίλα συμφέροντα – μικρά και μεγάλα – που μπόρεσαν να εδραιωθούν με βάση τις νέες ρυθμίσεις, αλλά και τις έντονες πιέσεις που ασκήθηκαν προς την πολιτεία - άλλαξαν εντελώς τις αρχικές προθέσεις του νομοθέτη. Ακραίο παράδειγμα της πορείας που έχει ακολουθήσει το ανώτατο εκπαιδευτικό σύστημα της  χώρας δεν ήταν άλλο από την εν μία νυκτί εξομοίωση των Τ.Ε.Ι. με τα Πανεπιστήμια επί υπουργίας Γαβρόγλου.

Αυτή τη στιγμή η ελληνική Ανώτατη Παιδεία αντιπροσωπεύει ένα συνονθύλευμα διασταυρούμενων και αντικρουόμενων μικρών και μεγάλων συμφερόντων, τα οποία, όπως έδειξε και η πρώτη τετραετία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. ακόμη και οι κυβερνήσεις που επαγγέλλονται μεταρρυθμίσεις δεν δείχνουν διατεθειμένες να αγγίξουν, πολύ δε περισσότερο να θίξουν. Το αποτέλεσμα φυσικά δεν είναι άλλο από ένα σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης που μακράν βρίσκεται από του να είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις ανάγκες και της οικονομίας και της κοινωνίας.

Προς την ίδια κατεύθυνση, κατά τη γνώμη μου, κινείται και η επιλογή της Κυβέρνησης να αναδείξει σε μείζονος σημασίας θέμα για την εκπαιδευτική πολιτική το ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Στην πραγματικότητα το υπουργείο Παιδείας προσπαθεί να αποφύγει μία ουσιαστική παρέμβαση που τόσο έχει ανάγκη η ανώτατη εκπαίδευση και να παρακαμφθεί το πρόβλημα αυτό με τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, είτε αυτό συμβεί μέσω αναθεώρησης του συντάγματος, είτε όχι. Με τον τρόπο αυτό, η κυβέρνηση θα έχει κερδίσει μία «μεταρρυθμιστική μάχη» χωρίς να χυθεί «αίμα».

Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν θα λύσει κανένα από τα προβλήματα ουσίας της ανώτατης εκπαίδευσης. Διότι ακόμη και αν δεχθούμε την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός ανταγωνιστικού πόλου προς τα ανώτατα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα με την ελπίδα ότι κάτι τέτοιο θα ωθήσει αυτά τα τελευταία προς την (αυτό) βελτίωσή τους, θα πρέπει να προσδιοριστούν οι κανόνες του παιγνιδιού και να είναι ενιαίοι για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.

Διότι προφανώς δεν πρόκειται να υπάρξει κανένας ανταγωνισμός ανάμεσα σε δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια εφόσον οι κανόνες του παιγνιδιού δεν θα είναι ίδιοι. Και δεν θα είναι γιατί το υπουργείο Παιδείας δεν έχει καμία πρόθεση να αφήσει τα κρατικά πανεπιστήμια να λειτουργήσουν με τους όρους της αγοράς. Χαρακτηριστική είναι η στάση του υπουργείου– σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του τύπου – στο πεδίο της ελευθερίας των ιδρυμάτων να ιδρύσουν ή να καταργήσουν πανεπιστημιακά τμήματα.

Σε γενικές όμως γραμμές – και αυτό περιλαμβάνει και τις προθέσεις ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων – το πρόβλημα της ανώτατης εκπαίδευσης είναι η ανυπαρξία μιας σαφώς διατυπωμένης άποψης για το τι ακριβώς προσδοκούμε από τα πανεπιστήμια, για το ποια είναι η φιλοσοφία που θέλουμε να περάσουμε στον τρόπο λειτουργίας τους και πώς θα μπορέσουμε να τα προσαρμόσουμε στις απαιτήσεις της Κοινωνίας της Γνώσης, οι προοπτικές της οποίας απομακρύνονται διαρκώς από την Ελλάδα.

Προσωπικά δεν είμαι κατά την ίδρυσης των ιδιωτικών Πανεπιστήμιων, φθάνει να μού εξηγήσει κανείς τι θα προσφέρουν στην ελληνική εκπαίδευση και πώς θα διευκολύνουν την αναβάθμιση της υφιστάμενης δημόσιας εκπαίδευσης, χωρίς να γίνει κάποια ουσιαστική παρέμβαση από την πολιτεία. Για να επωφεληθούμε από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα πρέπει τόσο ο ιδιωτικός όσο και ο δημόσιος τομέας να λειτουργούν σε ένα πλαίσιο όπου οι κρατικές δεσμεύσεις θα είναι ελάχιστες και η αγορά θα αφεθεί να λειτουργεί. Αντέχουμε κάτι τέτοιο; Το θέλουμε;

 

"Το Είναι και το φαίνεσθαι"

Άρθρο του Κώστα Κωστή στο ΚReport, 24 Δεκεμβρίου 2023


Η εξίσωση είναι απλή και η λύση της προφανής. Αν θέλει μία χώρα να αυξήσει την ευημερία του πληθυσμού της τότε θα πρέπει να φροντίσει να προσελκύσει επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας. Μόνο σε αυτή την περίπτωση θα καταστεί δυνατόν να δημιουργηθούν καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Αλλά προϋπόθεση για τις επενδύσεις αυτές είναι η ύπαρξη ενός αρτίου εκπαιδευτικού συστήματος.

Θα μπορούσε κάποιος Έλληνας πολιτικός ηγέτης, κάποιο πολιτικό κόμμα να μιλήσει με αυτούς τους όρους και όχι μόνο να μιλήσει, να τους καταστήσει στόχους της πολιτικής τους; Φοβάμαι πως όχι. Και οι λόγοι είναι πασιφανείς.

Ας ξεκινήσω από το τελευταίο σκέλος της εξίσωσης, της αναγκαιότητας ύπαρξης ενός αρτίου εκπαιδευτικού συστήματος. Βρισκόμαστε πολύ μακριά από το να διαθέτουμε ένα τέτοιο σύστημα – και αυτό υποστηρίζεται από σχολιαστές πολύ πιο αρμόδιους από μένα στα θέματα της εκπαίδευσης και, ακόμη χειρότερα, δεν μπορώ να διακρίνω ουσιαστικές προσπάθειες για να οδηγηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση.

Δεν έχω τίποτα εναντίον των διαδραστικών πινάκων με τους οποίους προτίθεται το υπουργείο να εξοπλίσει τα σχολεία, ούτε και με τη χρήση των κινητών τηλεφώνων για φροντιστηριακή μαθήματα. Δυσκολεύομαι ωστόσο να δω πώς με τον τρόπο αυτό οι Έλληνες μαθητές της μέσης εκπαίδευσης θα αποκτήσουν τις απαραίτητες ικανότητες να μιλούν και να γράφουν συγκροτημένα, πολύ περισσότερο δε να διαθέτουν κριτική σκέψη. Και επίσης θα δεχόμουν ως απαραίτητη συνθήκη λειτουργίας των σχολείων την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Δεν νομίζω όμως ότι το πρόβλημα της Μέσης Εκπαίδευσης θα λυθεί με τον τρόπο αυτό, αν η τελευταία δεν απεμπλακεί από ένα σύστημα που υποτάσσει κάθε εκπαιδευτική διαδικασία στην εισαγωγή στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Και από όσο γνωρίζω εδώ δεν έχουμε προτάσεις πολιτικής.

Κατά τον ίδιο τρόπο δεν έχω τίποτε εναντίον των ιδιωτικών πανεπιστημίων, αδυνατώ όμως να καταλάβω πως θα βελτιωθεί το επίπεδο της Ανώτατης Παιδείας με την είσοδο ξένων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Στην ουσία πρόκειται για μία προσπάθεια να αποφευχθεί η κατά μέτωπο αντιμετώπιση του προβλήματος της Ανώτατης Παιδείας, η οποία θα εξακολουθεί να πορεύεται χωρίς στρατηγική και απαιτήσεις, επιδεινώνοντας τους δείκτες κοινωνικής δικαιοσύνης.

Δεν μπορώ να καταλάβω επίσης, σε τι χρειάζονται τόσα τμήματα ιστορίας, πολιτικής επιστήμης, κοινωνιολογίας, οικονομικών επιστημών, στα οποία οι φοιτητές μπαίνουν με εξαιρετικά χαμηλή βαθμολογία, άρα και χωρίς ενδιαφέρον για τα αντικείμενά, τη στιγμή που οι παραγωγικές και κοινωνικές απαιτήσεις της χώρας είναι εντελώς διαφορετικές.

Και παραπέρα η ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα της εκπαίδευσης και κυρίως η φοίτηση των νέων σε ξένα πανεπιστήμια δημιουργεί ένα μείζον πρόβλημα στη διαμόρφωση των ελίτ της χώρας, οι οποίες προϊόντος του χρόνου δείχνουν να έχουν όλο και μικρότερη επαφή με την εγχώρια πραγματικότητα.

Δεύτερο ζήτημα που τίθεται από την εξίσωση ευημερίας στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή του κεφαλαίου δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από το ύψος των μισθών, από τη δημιουργία καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Η κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο οι μέσες μηνιαίες αποδοχές να ανέρχονται σε 1500 ευρώ στο τέλος της τρέχουσας θητείας της, από 1176 που είναι τώρα.

Με μία παραγωγικότητα ιδιαιτέρως χαμηλή και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας να κινείται επίσης σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν μέσα σε τέσσερα χρόνια να αυξηθούν οι μέσες μηνιαίες αποδοχές κατά 30%. Εκτός εάν ο φραστικός βολονταρισμός μετατραπεί και σε πολιτική με αποτελέσματα που μάλλον ολέθρια θα είναι για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Από την άλλη, αν οι προσδοκίες για υψηλούς μισθούς στηρίζονται στον πληθωρισμό, τότε σαφώς βρισκόμαστε σε λάθος δρόμο.

Στο σημείο δε αυτό οφείλω να προσθέσω την αποφυγή εκ μέρους όλων των πολιτικών κομμάτων και φυσικά και της κυβέρνησης οποιασδήποτε αναφοράς στη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, που θα μπορούσε να αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα με τρόπους πολύ πιο υγιείς και κοινωνικά δίκαιους.

Αλλά είναι φανερό ότι το μοντέλο της φορολόγησης δεν πρόκειται να αλλάξει παρ’ όλες τις διαπιστώσεις για το ατελέσφορο της λειτουργίας του αλλά και τις εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις που έχει στα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Και δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι όλη αυτή η καμπάνια για την φοροδιαφυγή των ελευθέρων επαγγελματιών είναι κάτι περισσότερο από ένα επικοινωνιακό τρικ για να αποφύγουμε την αντιμετώπιση των πολύ πιο ουσιαστικών προβλημάτων.

Τέλος, έρχομαι στο τρίτο σκέλος της εξίσωσης: Επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας που θα οδηγήσουν στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης καλά αμειβόμενων. Δεν μπορώ να εντοπίσω πώς θα προσελκυσθούν οι επενδύσεις αυτές και δυστυχώς όλες οι μελέτες που διαθέτουμε δείχνουν ότι το οικονομικό μας υπόδειγμα εξακολουθεί να στέφεται προς τις υπηρεσίες και δη τον τουρισμό. Το ποσοστό του τελευταίου στο Α.Ε.Π. της χώρας έχει υπολογιστεί στο 25% περίπου σύμφωνα με τον Διευθυντή του ΙΟΒΕ Νίκο Βέττα, συμπεριλαμβανομένου στο ποσό αυτό και όλων των παραπληρωματικών προς τον τουρισμό δραστηριοτήτων.

Με τα σημερινά δεδομένα η συμβολή του τουρισμού στο Α.Ε.Π. μπορεί να είναι ευπρόσδεκτη, αλλά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι καθιστά την οικονομία ευάλωτη. Τη στιγμή που η περιοχή μας δείχνει όλο και περισσότερα δείγματα αστάθειας, το μεγάλο ειδικό βάτος του τουρισμού μπορεί να αποδειχθεί κάποια στιγμή στο μέλλον πολύ εύκολα ένα σημείο αδυναμίας για την χώρα.

Τέλος, δεν θα πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες, και αυτό νομίζω ότι όλες οι σχετικές έρευνες το υπογραμμίζουν, ότι η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει να αποκομίσει επενδυτικά αυτά που θα μπορούσε αν ο πολιτικός κόσμος της δεν τολμήσει να προχωρήσει σε βαθιές μεταρρυθμίσεις: φοβάμαι όμως ότι κανέναν πολιτικό κόμμα  δεν έχει το θάρρος να δηλώσει την πρόθεσή του να μετασχηματίσει τη χώρα με βάση τα ανάγκες της και τις απαιτήσεις των καιρών.

Μια σχετικά πρόσφατη έρευνα της Μetron Analysis έδειξε ότι οι Έλληνες έχουν συνείδηση των αλλαγών που θα πρέπει να γίνουν, ωστόσο είναι φανερό ότι καμία κοινωνική ομάδα δεν είναι διατεθειμένη να επωμιστεί το σχετικό κόστος αυτών των μεταρρυθμίσεων, προσδοκώντας οι αλλαγές να βαρύνουν τους άλλους. Ασφαλώς δεν είναι μοναδικό ελληνικό φαινόμενο αυτό.

Εκείνο όμως που βαραίνει περισσότερο σε μας είναι ότι η απόσταση από τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ μακραίνει και οι πολιτικές ηγεσίες  που θα ξεπεράσουν τα μικροσυμφέροντα και θα αναλάβουν πρωτοβουλίες για μείζονος σημασίας μεταρρυθμίσεις λείπουν.

Στον καιρό της αστάθειας, της αποπαγκοσμιοποίησης ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε τον, τα προβλήματα αυτά μετατρέπονται σε αδυναμίες με αντίκρισμα σε κάθε τομέα της ύπαρξης της χώρας. Δυστυχώς όμως εμείς εξακολουθούμε να στρουθοκαμηλίζουμε, να προτιμάμε το φαίνεσθαι από το είναι. Ίσως γιατί το τελευταίο απαιτεί προσπάθεια και κόπο.

 

"Όποιος λεγόταν αριστερός δεν θέλει να λέγεται πλέον"

Συνέντευξη του Κώστα Κωστή στον Δημήτρη Δανίκα, Πρώτο Θέμα, 12 Δεκεμβρίου 2023.

 


Ο διακεκριμένος συγγραφέας και καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας μιλάει για τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ.

«Ο Μητσοτάκης είναι πιο προοδευτικός από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και τους “11”»

Η στιγμή η πλέον κατάλληλη. Αφορμή η «κατάρα» της Αριστεράς, ως πρωταθλήτριας στο σπορ της πολυδιάσπασης. Ο αυτοσχέδιος κύκλος συζητήσεων άρχισε με τον θη Καλύβα, συνεχίστηκε με τον Νίκο Μαραντζίδη και τώρα η σειρά του Κώστα Κωστή. Ο μελετητής, ο διανοούμενος, ο ιστορικός που συνδυάζει αυτό που έλεγαν οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι «νους υγιής εν σώματι υγιεί». Γιατί αυτό; Επειδή το 1978 αναδείχθηκε πρωταθλητής δεκάθλου!

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Από το 1969 μέχρι το 1975 φοίτησε στο Λεόντειο Λύκειο. Από το 1976 έως το 1979 διακρίθηκε στο δέκαθλο ως αθλητής του Πανελληνίου. Το 1978 έγινε πρωταθλητής Ελλάδος στο άθλημα. Φοίτησε στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών και στη συνέχεια έκανε το διδακτορικό του στο Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι το 1985. Τρία χρόνια αργότερα εκλέχθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 2006 στην έδρα Σπουδών για τη Νεότερη και Σύγχρονη Ελλάδα στο Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales, θέση την οποία άφησε το 2009 για να επιστρέψει στην Ελλάδα ως καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει υπογράψει καμιά δεκαριά βιβλία, μελετώντας ακόμα και την οικονομική πορεία ελληνικών τραπεζών, με κορυφαίο και πιο γνωστό ένα από τα τελευταία του με τίτλο «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας. Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18ος-21ος αιώνας».

Τρία πράγματα συγκράτησα. Το πρώτο, ότι ο Κυριάκος είναι πιο προοδευτικός από τους αυτοπροσδιοριζόμενους αριστερούς του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ και της ομάδας των «11». Το δεύτερο, ότι μεγάλες κοινωνικές ομάδες μπλοκάρουν τις μεταρρυθμίσεις. Και το τρίτο, ότι η Δημοκρατία δυτικού τύπου υφίσταται αλλεπάλληλες ήττες και το μέλλον της κρίνεται δυσοίωνο!

Σκηνή 1: «Μικρή η διαφορά Αριστεράς και θρησκείας»

-Γιατί η Αριστερά έχει αυτό το πρόβλημα διαχρονικά, με τις πολυδιασπάσεις;

«Πρώτον, δεν είμαι απολύτως σίγουρος ότι είναι μόνο η Αριστερά που έχει αυτό το πρόβλημα. Δηλαδή αν πάρεις και τη Δεξιά, την Άκρα Δεξιά, υπάρχουν αντίστοιχες διασπάσεις. Δεύτερον, υπάρχει μια έντονη αντίληψη για το τι είναι δικαίωμα που μπορεί να έχει κάθε ομάδα μέσα στην Αριστερά. Και που πρεσβεύει ότι μόνο αυτή μπορεί να το εκφράζει. Με διαφορετικά λόγια, η Αριστερά έχει ακόμα -που δεν θα έπρεπε πλέον- μια προφητική αντίληψη για το σήμερα και για το μέλλον. Επομένως, κάθε ομάδα μέσα στην Αριστερά νομίζω ότι διατυπώνει τη δική της προφητική αντίληψη, τη δική της αντίληψη ως μοναδικού ορθού εκφραστή τού τι είναι κοινωνικά δίκαιο».

-Και αυτό συνοδεύεται πάντα, πάντα, με μια επιθετικότητα απέναντι στους άλλους. Εμείς έχουμε την αλήθεια, εσείς είστε οπορτουνιστές, αναθεωρητές.

«Ακριβώς. Το ίδιο δεν είναι με τη θρησκεία; Εγώ έχω την απόλυτη γνώση, εσύ είσαι ο αιρετικός. Δεν έχει και μεγάλη διαφορά η Αριστερά από τη θρησκεία. Πολύ περισσότερο στο παρελθόν, λιγότερο σήμερα, αλλά ειδικά στην Ελλάδα, εξακολουθούμε και μιλάμε με αυτούς τους όρους».

-Να πάμε στο συγκεκριμένο περιστατικό με τον ΣΥΡΙΖΑ.

«Όποιος λεγόταν αριστερός, και ανήκω σε αυτούς, δεν ξέρω αν θα ’θελε να λέγεται πλέον. Είναι η πλήρης απαξία οποιασδήποτε αντίληψης υπήρχε για την Αριστερά. Που για μένα είναι μια πολιτική παράταξη η οποία πρέπει να εκφράζει το αίσθημα του κοινωνικού δικαίου, την αντίληψη ενός ανοιχτού κόσμου, ο οποίος θα μπορεί να δέχεται όλα τα ερεθίσματα απέξω».

-Και η περίπτωση Κασσελάκης;

«Έχεις μια προσωπικότητα η οποία ήταν τελείως έξω από την Ελλάδα, τελείως έξω από την πολιτική, και εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να μην μπορεί να διατυπώσει πολιτικό λόγο με συνοχή».

-Αυτό δικαιολογεί τη φυγή των άλλων που έχασαν στις εσωκομματικές εκλογές; Μήπως το κάνανε για λόγους εξουσίας και όχι για λόγους ουσίας;

«Κάθε κόμμα διεκδικεί την εξουσία. Δεν υπάρχει για την ψυχή των μελών του. Από εκεί και πέρα, οι ίδιοι δέχτηκαν τους κανόνες ενός παιχνιδιού. Δηλαδή να εκλεγεί ο επόμενος αρχηγός από μια διαδικασία δημοψηφισματικού χαρακτήρα. Έχασαν. Δεν μπορούν να το δεχτούν. Και δεν νομίζω άνθρωποι που συνεργάστηκαν με τον Καμμένο και την Άκρα Δεξιά ότι μπορούν εύκολα να δικαιολογήσουν τις επιλογές τους τώρα. Όταν είσαι σε μια κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει ο Καμμένος, έχεις ακροδεξιούς υπουργούς και δεν σε ενοχλεί αυτό, μου φαίνεται λίγο αντιφατικό όταν έρχεται ο Κασσελάκης να ενοχλείσαι και να αποχωρείς από το κόμμα».


-Άρα το κίνητρο ήταν βασικά η καρέκλα. «Απολύτως. Δεν υπάρχει άλλο κίνητρο. Και δεν θα με έπειθαν αν μου έλεγαν ότι έχουν ιδεολογικές διαφορές».....

(Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη, εδώ: https://www.protothema.gr/greece/article/1444715/kostas-kostis-opoios-legotan-aristeros-den-thelei-na-legetai-pleon/ )

«Outsiders and Insiders»

Άρθρο του Κώστα Κωστή, Το Βήμα, Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023.


Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις καθιστούν σαφές ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας δεν χαίρει μεγάλης εμπιστοσύνης από την πλευρά των πολιτών. Και παραπέρα ότι αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης δείχνει να τροφοδοτεί, μεταξύ άλλων, τον αντισυστημισμό, τον νατιβισμό, τη δημαγωγία ή την αποπολιτικοποίηση των πολιτών. Πολύ λογικό κάτι τέτοιο στο μέτρο που το πολιτικό σύστημα δείχνει προσανατολισμένο στην αναπαραγωγή του και όχι στην υπηρεσία των αναγκών της χώρας, έτσι ώστε να απαξιώνεται σταδιακά στα μάτια των πολιτών. Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό, αυτό είναι σαφές. Αλλά ίσως στην Ελλάδα υπάρχει πολύ πιο έντονο το θέμα των διαγενεακών αδικιών, για την καταπολέμηση των οποίων κόπτονται τα κόμματα, αλλά χωρίς να μας λένε με ποιους τρόπους θα τις αντιμετωπίσουν. Τα πιο κραυγαλέα προβλήματα, το δημόσιο χρέος και το συνταξιοδοτικό, που θα επιβαρύνουν τις μελλοντικές γενεές αδιαφορούμε να τα κουβεντιάσουμε με τους όρους αυτούς. Πέρα από αυτά όμως τίθεται και μία σειρά άλλων ζητημάτων εξίσου κρίσιμων.

Πώς θα μειωθεί, επί παραδείγματι, η νεανική ανεργία, κατά μείζονα δε λόγο η ανεργία των νέων γυναικών που εξακολουθεί να παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, και πώς θα βελτιωθεί η ευημερία αυτών ομάδων τη στιγμή που το ελληνικό οικονομικό μοντέλο παράγει περιορισμένο αριθμό θέσεων και αυτές χαμηλών προδιαγραφών; Πώς θα βελτιωθεί η θέση των νέων όταν σε όλη τη διάρκεια της κρίσης η προσπάθεια που γινόταν ήταν να διατηρηθούν σε ευνοϊκή θέση οι συνταξιούχοι με, σχεδόν, οποιοδήποτε κόστος, μία τάση που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να ισχύει. Πώς θα πάψει η φυγή των νέων: ποιος επιτυχημένος νέος Έλληνας πανεπιστημιακός – για παράδειγμα – θα έρθει να δουλέψει στο Ελληνικό πανεπιστήμιο με εξευτελιστικές αμοιβές και ένα σύστημα κρίσεων καθόλα αναξιόπιστο. Γενικότερα πώς θα αυξηθούν οι αμοιβές των νέων, που είναι εξαιρετικά χαμηλές. Πώς θα βελτιωθεί η μέση εκπαίδευση όταν ακόμη και σήμερα υπάρχουν συγκροτήματα όπως η Γκράβα που θυμίζουν πιο πολύ φυλακή παρά εκπαιδευτικό ίδρυμα. Πώς θα βελτιωθεί η εκπαιδευτική συγκρότηση των αποφοίτων της μέσης εκπαίδευσης όταν ακόμη και σήμερα το σύστημα των εξετάσεων για το Πανεπιστήμιο αφυδατώνει τη σκέψη των υποψηφίων;

Θέτω ορισμένα από τα προβλήματα που τίθενται σε καθημερινή βάση στους νέους της χώρας μας – θα μπορούσα να τα πολλαπλασιάσω - και στα οποία δεν βλέπω το πολιτικό σύστημα να είναι σε θέση να δώσει λύσεις, ίσως και να μην ενδιαφέρεται. Οι νέοι είναι οι outsiders σε ένα σύστημα που δίνει σημασία μόνο στους insiders. Γιατί φυσικά οι πολιτικάντικες γαλιφιές δεν λύνουν τα προβλήματα και οι διακηρύξεις επίσης δεν βελτιώνουν τη θέση των νέων. Χρειάζονται αλλαγές, τις οποίες τα κόμματα δεν τολμούν ούτε καν να εντάξουν στο πρόγραμμά τους. Χωρίς όμως αυτές τις αλλαγές δεν θα προχωρήσει η χώρα, και η κληρονομιά στην επόμενη γενιά θα είναι ασήκωτη.

Αλλά πέραν τούτου δεν θα πρέπει να λησμονούμε – ας κοιτάξουμε γύρω μας για να δούμε τι συμβαίνει – ότι διανύουμε μία περίοδο πολιτικά ιδιαιτέρως ευαίσθητη και αν θέλουμε να ελπίζουμε ότι η δημοκρατία στην Ελλάδα θα επιβιώσει και συνάμα θα καλύψουμε την απόσταση που μας χωρίζει από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο σε όλους τους τομείς, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε τα ζητήματα των νέων κατά πρόσωπο και να τα λύσουμε. Η αντιμετώπιση αυτή αποτελεί μία βασική προϋπόθεση ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να προσαρμοστεί στις σαρωτικές αλλαγές που πραγματοποιούνται παγκοσμίως. Διαφορετικά η χώρα θα αξιοποιεί τους νέους της για να αναπαράγει με όσο το δυνατόν λιγότερες ρωγμές το σύστημα στήριξης των ηλικιωμένων και των συνταξιούχων. Προοπτική βολική για το πολιτικό σύστημα αλλά που δεν υπόσχεται σημαντική βελτίωση στις ζωές των ανθρώπων.

 

"Οι πρόσφυγες του 1922 και το ελληνικό κράτος"

Άρθρο του Κώστα Κωστή, Το Βήμα, Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023.


Καθώς το 2022 τελείωσε και μαζί με αυτό και το μεγαλύτερο μέρος των επετειακών δραστηριοτήτων για την Μικρασιατική καταστροφή και την προσφυγική έξοδο, πιστεύω πώς μπορούμε να παραδεχθούμε ότι συνολικά η αντιμετώπιση από την επιστημονική και μη κοινότητα των σχετικών προβλημάτων είχε πολύ καλύτερη τύχη σε σύγκριση με το τι συνέβη το 2021 σχετικά με τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Όχι πώς έλλειψαν οι κορώνες, αλλά εν τέλει και αυτές υπήρξαν σχετικά λίγες και ως επί το πλείστον μετριοπαθείς.

Θα συγκρατήσω στο σημείωμα αυτό ορισμένες παρατηρήσεις που έγιναν και που τις βρίσκω, το δίχως άλλο, σημαντικές προκειμένου να κατανοήσουμε τις αλλαγές που έφερε το 1922 στην Ελλάδα. Δεν εννοώ εδώ το θέμα της μετάπτωσης των κρατικών πολιτικών από τη λογική της εθνικής επέκτασης στη συγκρότηση ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κράτους. Αυτό που έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία είναι να παρακολουθήσουμε την προσπάθεια που έγινε, το κόστος που κατεβλήθη προκειμένου να συμβεί κάτι τέτοιο. Η προσφυγική αποκατάσταση, για παράδειγμα, έπαιξε θεμελιώδη ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή. Ας σκεφτούμε μόνο ότι η διαμόρφωση ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος πραγματοποιείται στα χρόνια αυτά, με χιλιάδες προσλήψεις εκπαιδευτικών και τη δημιουργία αντίστοιχων υποδομών: ο στόχος δεν μπορούσε παρά να ήταν άλλος από την ομογενοποίηση πληθυσμών που λόγω της καταγωγής τους διαφέραν πολύ μεταξύ τους, ακόμη και γλωσσικά, προϋπόθεση απαραίτητη για την ύπαρξη ενός κράτους.

Ωστόσο όταν μιλάμε για τα ζητήματα της προσφυγικής αποκατάστασης συνήθως τα αντιμετωπίζουμε με αφορισμούς: Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, για παράδειγμα, δεν δίσταζε να δηλώσει: «Το μεγαλύτερον κοινωνικοοικονομικόν ζήτημα που αντιμετώπισε το κράτος από τη συστάσεώς του είναι αναμφισβητήτως το της εγκαταστάσεως των προσφύγων μετά την Μικρασιατικήν Καταστροφήν». Και σε μεγάλο βαθμό δεν είχε άδικο. Ωστόσο νομίζω ότι θα πρέπει να μη βιαστούμε να μιλήσουμε για ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα γιατί στην ουσία τα πράγματα ήταν πολύ πιο πολύπλοκα και δύσκολα.

Στα τέλη του Μεσοπολέμου ένα μεγάλο μέρος των προσφυγικών πληθυσμών βρισκόταν μακριά από το να έχει εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τον βιοπορισμό του εισοδήματα. Και αυτό ίσχυε τόσο για τους αγρότες όσο και για τους πρόσφυγες που κατοικούσαν στις πόλεις. Οι υπηρεσίες του ελληνικού κράτους το γνώριζαν πολύ καλά και το υπογράμμιζαν με κάθε ευκαιρία. Ιδίως στην ύπαιθρο το να μιλάμε για πετυχημένη αποκατάσταση είναι χωρίς αμφιβολία υπερβολή. Οι αγρότες στην ελληνική ύπαιθρο στα τέλη του μεσοπολέμου δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν με τις συνθήκες που επικρατούσαν χωρίς τη διαρκή στήριξη του κράτους. Αλλά και οι αστοί πρόσφυγες, που δεν είχαν τη στήριξη των αγροτών, αντιμετώπιζαν αντίστοιχα προβλήματα, απόδειξη δε είναι ότι κατά τη διάρκεια του κατοχικού λοιμού υπέφεραν πρώτοι από τις συνέπειές του καθώς βρέθηκαν απομονωμένοι από τα ευρύτερα οικονομικά δίκτυα που θα μπορούσαν να τους στηρίξουν.

Ο χώρος δεν επαρκεί για λεπτομέρειες. Ωστόσο με σιγουριά θα υποστήριζα πως δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητήσει κανείς το μέγεθος της προσπάθειας που κατέβαλε το ελληνικό κράτος για να αποκαταστήσει και να αφομοιώσει τους προσφυγικούς πληθυσμούς.  Αλλά και δύσκολα όμως μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τα κατάφερε. Οι δυσκολίες και οι απαιτήσεις του εγχειρήματος της προσφυγικής αποκατάστασης ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητες ενός κράτους με τόσο περιορισμένους πόρους, όπως ήταν η Ελλάδα. Θα απαιτηθεί πολύς χρόνος, πέρα ασφαλώς από τον ορίζοντα του μεσοπολέμου, αλλά και ένα διαφορετικό διεθνές και εγχώριο περιβάλλον προκειμένου τα προβλήματα που έθεσε η εισροή των προσφύγων στην Ελλάδα να λυθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

«Περί Προνοίας και Ορθού λόγου».

Άρθρο του Κώστα Κωστή, Το Βήμα, 8 Ιανουαρίου 2023.


Όλες οι κοινωνίες έχουν τους δικούς τους τρόπους για να κατανοούν την πραγματικότητα, την ασθένεια ειδικότερα, τρόπους που συνυπάρχουν αν και συχνά είναι αντιτιθέμενοι μεταξύ τους. Δεν παύουν ωστόσο να συνιστούν θεμελιώδεις μηχανισμούς για την αντιμετώπιση της ασθένειας, στην περίπτωσή μας, και την επιβίωση των πληθυσμών. Η μαγεία, η θρησκεία, η «επιστήμη», όλες αποτελούν μηχανισμούς που συμβιώνουν. Στην ουσία πρόκειται για ένα σύνολο κανόνων που επιδιώκουν να διαμορφώσουν το ορθό και το εσφαλμένο, συχνά δε μέσα από το σύνολο αυτό συγκροτείται και ένα σχήμα εξουσίας για τον έλεγχο των πληθυσμών. Πέρα όμως από αυτό έχει ενδιαφέρον να αναζητήσουμε πώς κοινωνίες που δεν διαθέτουν τη γνώση που έχουμε σήμερα για τα αίτια της ασθένειας, επιδιώκουν να την αντιμετωπίσουν, πολύ περισσότερο να οργανώσουν τους πληθυσμούς τους ώστε να ελαχιστοποιήσουν το ανθρώπινο κόστος. 

Η πανούκλα υπήρξε μία τρομακτική και θανατηφόρα ασθένεια για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας. Η δεύτερη πανδημία της κάλυψε την περίοδο από τον 14ο μέχρι τις απαρχές του 19ου αιώνα. Πρόκειται για ζωονόσο που προσβάλει τους ανθρώπινους πληθυσμούς μέσω ενός μηχανισμού ιδιαιτέρως πολύπλοκου, ο οποίος έγινε κατανοητός μόνο στις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ ο βάκιλός της εντοπίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα.

Απέναντι στην επιδημία αυτή οι άνθρωποι προσπαθούν να καθορίσουν τι στάση πρέπει να κρατήσουν. Φυγή ή παραμονή; Καθώς δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι αντιμετώπισής της, αυτό είναι το δίλημμα που τίθεται ενώπιον των πληθυσμών με την εκδήλωση των πρώτων κρουσμάτων της πανούκλας στον τόπο τους. Για ορισμένους φυσικά δεν τίθεται ζήτημα: Χριστιανοί και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Αρμένιοι από τη στιγμή που ανήκουν στους φτωχούς της Αυτοκρατορίας θα διστάσουν μπροστά στην επιλογή της φυγής ή της παραμονής. Εξάλλου τίποτε δεν βεβαιώνει ότι η παραμονή στον τόπο της επιδημίας θα οδηγήσει στο θάνατο, αλλά και ότι η φυγή θα δώσει τη σωτηρία.

Η συνηθέστερη πάντως παρατήρηση σχετικά με τη συμπεριφορά των πληθυσμών σε καιρό πανούκλας συνδέεται με τη διάκριση  μεταξύ των Μουσουλμάνων, οι οποίοι εμποτισμένοι από τη μοιρολατρία που τους επιβάλει το Κοράνι, παραμένουν στους τόπους τους και των υπολοίπων θρησκευτικών ομάδων, που αντιμετωπίζουν με ενεργητικότητα την πανδημία, φεύγοντας και μόνο στο άκουσμα της νόσου. Το στερεότυπο αυτό που έχει επικρατήσει στη φιλολογία, δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα. Όπως ανάμεσα στους Χριστιανούς υπάρχουν ομάδες που ακόμη και αν θέλουν να φύγουν δεν μπορούν γιατί δεν έχουν τους πόρους, έτσι και ανάμεσα στους εύπορους Μουσουλμάνους πολλοί αγνοούν το Κοράνι και με ποικίλα προσχήματα απομακρύνονται από την πόλη όταν η πανούκλα πλησιάζει.

Αλλά και αντιστρόφως, η ορθοδοξία κατά τον 15ο αιώνα μέσω του έργου δύο σημαντικών θεολόγων της, του Γενναδίου, πρώτου Πατριάρχη μετά την Άλωση και του Θεοφάνη της Μηδείας, έρχεται να προτείνει μία συγκεκριμένη στάση απέναντι στην επιδημία, που δεν είναι άλλη από «Μη φυγείν εν ερήμοις τόποις μηδέ επιζητείν ανέμους, αλλά καταφυγείν επί Κύριον τον δυνάμενον σώζειν τους επ’ αυτόν καταφεύγοντες». Η λογική που κρύβεται πίσω από την αντίληψη αυτή είναι απλή, όσο και τρομερά πρωτότυπη. Πρώτα απ’ όλα η ασθένεια έρχεται από το Θεό για να δοκιμάσει τον άνθρωπο. Ο θάνατος δεν είναι απαραιτήτως εξαρτημένος από την ασθένεια. Κάποιος μπορεί να ασθενήσει και να πεθάνει ή να σωθεί. Τίποτε δεν είναι προβλέψιμο και τούτο γιατί σύμφωνα με τον Μεγάλο Βασίλειο «θανάτους επάγεσθαι τοις ανθρώποις των όρων της ζωής πληρωθέντων ους περί έκαστον έπηξεν η δικαία του Θεού κρίσις, πόρρωθεν το περί έκαστον συμφέρον προβλεπομένου». Επομένως πρόκειται για δύο διακριτές διαδικασίες, ο θάνατος και η ασθένεια, και η φυγή μπροστά στην επιδημία στερείται νοήματος.

Θα πρέπει πάντως να λάβουμε υπόψη μας ότι τόσο στο Κοράνι, όσο και στη λογική των ορθόδοξων θεολόγων η παραμονή σε έναν τόπο έχει μία σημασία ιδιαίτερη, καθώς θέλει να διαφυλάξει τους πιστούς ως σύνολο, από τις συνέπειες της επιδημίας. Η φυγή δεν μπορεί να έχει άλλη συνέπεια από τη διάδοση της νόσου τη στιγμή που είναι μάταιη η προσπάθεια. Επομένως απειλεί το κοινωνικό σύνολο και αυτό θα πρέπει να προστατευτεί. Όλη η επιχειρηματολογία προς τα εκεί τείνει. 

Δεν νομίζω ότι είμαστε σε θέση να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της σκέψης των ορθόδοξων θεολόγων στο θέμα αυτό. Ωστόσο σε μεταγενέστερες εποχές και πιο ειδικά στις απαρχές του 17ου αιώνα, ένας ιερέας των Σερρών που μας έχει αφήσει το καταπληκτικό Χρονικό του υποστηρίζει τα ακριβώς αντίθετα. Όταν δηλαδή ένας τόπος προσβληθεί από πανούκλα, που είναι «οργή Θεού», τότε θα πρέπει να πάρεις την οικογένειά σου και να φύγεις μακριά «διότι και το φευγίο είναι μία μεγάλη μετάνοια προς τον Θεόν και δείχνεις σχήμα το πώς τον φοβάσαι και τον τρέμεις… Διότι όταν στέκεσαι και δεν φεύγεις, δείχνει σχήμα προς τον Θεόν ότι δεν τον έπταισες και δεν τον φοβάσαι».

Διαφορετικές προσωπικές επιλογές, διαφορετικές αναγνώσεις της φύσης αλλά και των θεϊκών εντολών οδηγούν τελικά σε μία ποικιλία αντιδράσεων απέναντι στην επιδημία. Όλες τους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ορθολογικές ακόμη και όταν βρίσκονται υπό τη σκέπη της Θείας Πρόνοιας, καθώς επιδιώκουν να πετύχουν έναν θεμελιώδη στόχο, την επιβίωση του ανθρώπου, την επιβίωση της κοινότητας, με βάση τα διανοητικά εργαλεία που διαθέτουν. Με διαφορετικούς τρόπους, αλλά ο στόχος παραμένει σαφής.

Κατά τον ίδιο τρόπο και σήμερα, η άποψη ότι όσοι ανήκουν στο μη εμβολιαστικό κίνημα κινούνται στο πλαίσιο του ανορθολογισμού είναι μάλλον ατυχής. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι με βάση τα διανοητικά εργαλεία που διαθέτουν, και τα οποία είναι διαφορετικά από τα δικά μας, επιδιώκουν να πετύχουν στόχους που συχνά επίσης είναι διαφορετικοί από αυτούς που έχουμε εμείς. Και τούτο το λέω όχι για να τους δικαιολογήσω ή να τους παροτρύνω, απλά και μόνο για να τους καταλάβω.

 

«Προτεστάντες λαϊκιστές»

Άρθρο του Κώστα Κωστή στο KReport, 27 Δεκεμβρίου 2022


Μου φαίνεται ιδιαιτέρως ειρωνικό να θέλει ένας ιστορικός να μιλήσει για το μέλλον, όσο και αν στις περισσότερες περιπτώσεις μέσα από τη δουλειά του ο ίδιος ιστορικός προσπαθεί να τοποθετηθεί απέναντι στο μέλλον. Όχι βέβαια πως πιστεύω ότι άλλες ειδικότητες των κοινωνικών επιστημών μπορούν να καταφέρουν κάτι στο πεδίο αυτό. Και μόνο το γεγονός ότι το 2008 οι οικονομολόγοι απέτυχαν να προβλέψουν τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση της μεταπολεμικής ιστορίας, βεβαιώνει την αδυναμία του επιστημονικού πεδίου που θεωρεί ως προνόμιό του την πρόγνωση, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του εγχειρήματος. Που στην ουσία σημαίνει ότι θέλουμε να μιλήσουμε για θέματα, για τα οποία δεν γνωρίζουμε παρά μόνο ένα μέρος των μεταβλητών που τα επηρεάζουν. Ή όπως έλεγε ένας παλιός, αλλά στην εποχή του σημαντικός οικονομολόγος, ο Abba Lerner, η οικονομική επιστήμη μιλάει σαν να έχουν λυθεί όλα τα πολιτικά προβλήματα. Πλην όμως, όχι μόνο τα πολιτικά προβλήματα δεν είναι ποτέ λυμένα αλλά δείχνουν να είναι συχνά εξαιρετικά δυσεπίλυτα.

Επομένως, δεν έχω την πρόθεση να κάνω ασκήσει μελλοντολογίας. Μου αρκεί να αναζητήσω τις βάσεις από τις οποίες θα ξεκινήσει η χώρα μας την πορεία της κατά το επόμενο έτος και να δούμε τι δυνατότητες ανοίγονται μπροστά μας. Καλώς ή κακώς η Ελλάδα με βάση τα έργα της και τις επιδόσεις της βρίσκεται σε μία τροχιά και αυτήν θα ακολουθήσει και το 2023. Το ερώτημα είναι αν θα πάει γρήγορα ή αργά.

Πρώτα απ’ όλα το 2023, η χώρας μας θα πρέπει να λάβει υπόψη της ορισμένους παράγοντες, οι οποίοι λειτουργούν σε παγκόσμια κλίμακα και δεν είναι του χεριού της να τους ελέγξει. Η πορεία της κινέζικής οικονομίας, η οποία δείχνει να ασθμαίνει τον τελευταίο καιρό μετά την εγκατάλειψη της πολιτικής των μηδενικών κρουσμάτων, θα παίξει καθοριστικό ρόλο για την παγκόσμια οικονομία. Διότι φυσικά μία προβληματική κινέζικη οικονομία αποτελεί το μεγάλο φόβο όλων των οικονομολόγων παγκοσμίως, πολύ δε περισσότερο μία κινέζικη οικονομία σε ύφεση. Όσο για τη Γερμανία…

Κατά δεύτερο λόγο θα πρέπει να ανησυχούμε για την εξέλιξη του πολέμου Ουκρανίας – Ρωσίας. Η συνέχισή του δεν είναι δυνατόν να μην επηρεάσει  και την πορεία της ευρωπαϊκή οικονομίας και ειδικότερα της Ελλάδας. Επίσης, ο πληθωρισμός, αν και οι προγνώσεις δείχνουν ότι μέχρι τα τέλη του 2023 θα έχει επιστρέψει σε φυσιολογικά επίπεδα, παραμένει και αυτός ένα ερώτημα, μέχρις ότου επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις.

Από το σημείο αυτό και πέρα μπορούμε να περάσουμε στους εγχώριους παράγοντες που θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο στη ζωή μας κατά τον επόμενο χρόνο. Οι επικείμενες εκλογές, που θα είναι πιθανότατα δύο στον αριθμό, δεν βοηθάνε τα πράγματα και κυρίως δεν διευκολύνουν την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα. Εξαιρετικά μεγάλη η ένταση μεταξύ των κομμάτων, θα γίνει μεγαλύτερη όσο προχωράμε προς την ημερομηνία των εκλογών, ενώ και η επιδοματική πλειοδοσία μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης δεν δημιουργεί ούτε το κατάλληλο κλίμα για την οικονομία, ούτε φτιάχνει μία φυσιογνωμία ευνοϊκή για την Ελλάδα. Δυστυχώς, όλα αυτά δείχνουν πως δεν άλλαξαν πολλά πράγματα στη χώρα μας παρά την εμπειρία της δεκαετίας των μνημονίων. Και η καλή θέληση (αν υπάρχει) μιας κυβέρνησης δεν αρκεί για να αντισταθμίσει την άγονη στάση της αντιπολίτευσης.

Ακόμη χειρότερα, φοβάμαι πως θα πάμε στις εκλογές και θα διαπιστώσουμε για μία φορά ακόμη ότι ένα μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας δεν επιθυμεί να συμμετάσχει στη θεμελιώδη διαδικασία που ανανεώνει τη δημοκρατία μας. Πολύ πιθανά να είναι ένας στους δύο Έλληνες ψηφοφόρους που θα ενταχθούν στην κατηγορία αυτή, πράγμα που σημαίνει ότι ένας στους δύο Έλληνες δεν πιστεύει πως η ψήφος του μπορεί να φέρει μία σημαντική αλλαγή στη ζωή του. Άραγε είναι τόσο ασήμαντο ώστε να μην το λαμβάνουμε υπόψη; Και έχουμε εκτιμήσει τις συνέπειες;

Τέλος θα συνεχίσουμε σε μία πορεία που δεν θα αλλάζει τίποτε σημαντικό στη ζωή μας, δίνοντας μας την ψευδαίσθηση ότι όλα παραμένουν ίδια, αλλά που στην πραγματικότητα όλα θα επιδεινώνονται καθώς η χώρα θα εξακολουθεί να πριμοδοτεί τους συνταξιούχους σε βάρος των εργαζόμενων, τις μεγαλύτερες ηλικίες σε βάρος των νεότερων γενεών, τους φοροδιαφεύγοντες σε βάρος των συνεπών (έστω και αναγκαστικά) φορολογούμενων. Επί πλέον, η χώρα θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των δεικτών κοινωνικής δικαιοσύνης – δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Μόνο επιδείνωση. Με ότι και αν κοινωνικά και πολιτικά σημαίνει κάτι τέτοιο.

Δεν έχω καμία αντιπολιτευτική διάθεση, επίσης δεν έχω καμία διάθεση γκρίνιας και κατανοώ απολύτως πως μία κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να λειτουργεί με ένα χρονικό ορίζοντα ενός εκλογικού κύκλου, τη στιγμή που εγώ εξαιτίας της ιδιότητας μου είμαι υποχρεωμένος να βλέπω τα πράγματα σε μία διαφορετική και μακροχρόνια οπτική. Αλλά φοβάμαι πως και η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα δεν μπορούν πάντοτε να υποτάσσονται στις ανάγκες ενός εκλογικού κύκλου. Οι απαιτήσεις, αν θέλουμε η Ελλάδα να καλύψει το κενό που έχασε κατά τη μνημονιακή περίοδο, είναι πολύ μεγάλες και θα τις βρούμε μπροστά μας μόλις χρειαστεί να επιστρέψουμε σε ένα καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Υ.Γ. Σε πρόσφατο κείμενό του ο σύμβουλος επί των Οικονομικών του Πρωθυπουργού έκανε λόγο για προτεσταντικό λαϊκισμό απευθυνόμενος σε όσους προσάπτουν στην κυβέρνηση ότι πραγματοποιεί δαπάνες χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα. Εγώ θα έλεγα ότι για ένα παιδί με τις καλές σπουδές που έχει ο σύμβουλος, η επιχειρηματολογία του είναι τουλάχιστον αφελής, το δε σημείο εκείνο που θριαμβολογεί για τη μείωση του δημοσίου χρέους μάλλον για γέλια. Στη λογική αυτή θα είναι καλύτερα να έχουμε του χρόνου έναν πληθωρισμό της τάξης του 20%. Τώρα σχετικά με τα άλλα περί ελίτ φοβούμαι ότι από ένα φιλελεύθερο κόμμα να εκπορεύονται τέτοια μηνύματα υπογραμμίζει μία ένδεια επιχειρημάτων, αλλά και ομοιότητες με ακραίες πολιτικές θέσεις. Αυτό το τελευταίο θα έπρεπε να το προσέξει λίγο.

 

«Διασταύρωση Βασιλίσσης Σοφίας και Ηρώδου του Αττικού»

Άρθρο του Κώστα Κωστή, Το Βήμα, Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022


Έχω την τύχη ή την ευκαιρία – όπως θέλετε πείτε το – να περνάω κάθε μέρα από τη διασταύρωση Βασιλίσσης Σοφίας και Ηρώδου του Αττικού. Πρόκειται ασφαλώς για ένα από τα ωραιότερα σημεία της Αθήνας, εξαιρετικά τουριστικό, συνάμα όμως και ένα από τα σημεία της πόλης όπου η παρουσία των δυνάμεων ασφαλείας ξεπερνάει κατά πολύ τον μέσο όρο. Λογικό άλλωστε μιας και στην περιοχή βρίσκονται κτήρια με ιδιαίτερα υψηλές απαιτήσεις φύλαξης, από το Προεδρικό Μέγαρο μέχρι το Μέγαρο Μαξίμου, τα γραφεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διάφορες πρεσβείες για να περιοριστώ σε ορισμένα μόνο.

Ωστόσο την ίδια στιγμή, και όσο και αν κανείς θα παραξενευτεί από κάτι τέτοιο, η παραβατικότητα ανά λεπτό θα πρέπει να ξεπερνάει κάθε μέτρο. Ιδίως δε τα αυτοκίνητα – από τις λιμουζίνες μεγαλόσχημων που θέλουν να στρίψουν από την κάθοδο προς το Σύνταγμα της Βασιλίσσης Σοφίας αριστερά στην  Ηρώδου του Αττικού, μέχρι μικρά αυτοκινητάκια σε καθεστώς διάλυσης που σπεύδουν να περάσουν με κόκκινο τη στροφή της Κουμπάρη προς το Σύνταγμα πάλι – δεν λαμβάνουν υπόψη τους, δεν σέβονται κανένα κανόνα οδικής κυκλοφορίας. Παράλληλα, μοτοσυκλέτες, ποδήλατα και πατίνια θέτουν σε δοκιμασία τα νεύρα – και όχι μόνο – των πεζών καθώς χρησιμοποιούν τα πεζοδρόμια.

Ομολογώ πως δεν θα με ενοχλούσαν όλα αυτά, θα τα θεωρούσα συνηθισμένα επεισόδια της καθημερινής ζωής στην πρωινή Αθήνα. Είναι ο εθισμός μας στη ζωή της πόλης μας. Ωστόσο εκείνο που καθιστά αυτή την παραβατικότητα ιδιαιτέρως ενοχλητική είναι ότι λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια της αστυνομίας. Η τροχαία είναι παρούσα όταν συμβαίνουν όλα αυτά, αλλά δεν πρόκειται να ασχοληθεί και να διευκολύνει την κυκλοφορία παρά μόνο με την άφιξη της Προέδρου της Δημοκρατίας, του Πρωθυπουργού ή άλλων επισήμων. Την υπόλοιπη ώρα και δεν είναι λίγη, οι τροχονόμοι – τις περισσότερες φορές είναι γυναίκες – ασχολούνται με το κινητό τους. Και αυτό ακόμη και αν μπροστά τους έχουν μπλοκάρει όλοι οι δρόμοι, ακόμη και αν έχουν καταληφθεί οι διαβάσεις των πεζών από αυτοκίνητα που κάνουν δύσκολη της ζωή και στους πεζούς, αλλά και τους οδηγούς που θέλουν να διασχίσουν τη Βασιλίσσης Σοφίας εμποδίζουν.

Περιορίζομαι σε αυτά τα παραδείγματα - θα μπορούσα να τα πολλαπλασιάσω και να αναφερθώ σε τραγελαφικές καταστάσεις – γιατί στοιχειοθετούν την καθημερινότητας της πρωτεύουσας και μάλιστα στο κέντρο της, στηρίζοντας τη λογική που θέλει να μην υπάρχει κανένας κανόνας για τις παραβάσεις. Όταν η αστυνομία αγνοεί επιδεικτικά το κόκκινο με το οποίο περνάνε οι οδηγοί, τις σταθμεύσεις πάνω στην διάβαση πεζών, αδιαφορεί επιδεικτικά για σωρεία άλλων παραβάσεων, ομολογώ ότι δεν μπορώ να μεμφθώ τους παραβάτες που έχουν υιοθετήσει αυτή τη συμπεριφορά. Προφανώς αποδέχονται ότι η σηματοδότηση που υποδεικνύει τη νόμιμη συμπεριφορά είναι καθαρά διακοσμητικού χαρακτήρα και ότι οι πραγματικοί κώδικες συμπεριφοράς είναι αυτοί που παραβιάζουν τα σήματα αυτά.

Στις περιπτώσεις αυτές ωστόσο, ο εθισμός με τη μικροπαραβατικότητα δεν είναι τίποτε περισσότερο από τις απαρχές ενός μιθριδατισμού απέναντι στην παρανομία γενικότερα. Και όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει προκλητικά στο κέντρο της πρωτεύουσας, μπροστά στις δυνάμεις εκείνες που υπάρχουν για να εφαρμόζουν τον νόμο, τότε δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς και η αστυνομία χάνει τη σοβαρότητά της, αλλά και το βήμα από την μικρή παραβατικότητα στη μεγαλύτερη εύκολα θα γίνει.

 

«Η γοητεία της πτώσης και ο κόσμος μας»

Συμβολή του Κώστα Κωστή στο αφιέρωμα της Καθημερινής της Κυριακής, 30 Οκτωβρίου 2022


Παρακμή. Και μόνο η ιστορία αυτής της λέξης την κάνει να φαίνεται πολύ «βαριά» και τα πράγματα επιδεινώνονται αν λάβουμε υπόψη μας τις πολιτικές απόψεις που συνδέονται μαζί της, τις συνδηλώσεις της. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκη όταν πάμε να κάνουμε λόγο για την παρακμή της Δύσης. Τι ακριβώς σημαίνει κάτι τέτοιο. Την παρακμή της κληρονομιάς της Ρώμης, της κληρονομιάς πάνω στην οποία εδράζεται η Δύση; Αυτή ήταν η λογική του Gibbon και ακολουθώντας τη λογική αυτή έκανε λόγο για την ιδέα της της παρακμής. Μια αντίληψη πολύ διαδεδομένη στους λόγιους του Διαφωτισμού. Ή κάτι άλλο, που το αντιλαμβανόμαστε διαισθητικά μάλλον, παρά με ουσιαστικό τρόπο.

Ασφαλώς και οι παρακμιακές καταστάσεις διατηρούν μία γοητεία που θέλγει συγγραφείς και καλλιτέχνες, αλλά και το ευρύτερο κοινό και μάλιστα ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. Τι μπορεί όμως να αντιπροσωπεύει σε πραγματικούς όρους αυτή η παρακμή, πώς μπορούμε να τη θεμελιώσουμε; Οι Ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις, για να περιοριστούμε στα σχετικά πρόσφατα χρόνια, έφτασαν στην ακμή της ισχύος τους κατά τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οδηγήθηκαν σε αυτόν με μία δυναμική «υπνοβάτη» με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσουν σκληρά διλήμματα κατά το μεσοπόλεμο. Πάλι έγινε λόγος για παρακμή της Δύσης και ο Σπένγκλερ ήθελε να δώσει ένα νέο περιεχόμενο στον όρο.

Δεν ήταν ιδιαιτέρως πειστικός, αν και επηρέασε πολλούς. Οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης παύουν μεν να είναι Μεγάλες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο η Δύση δεν οπισθοδρομεί. Οι Η.Π.Α. ήταν παρούσες για να μπορέσουν να διατηρήσουν σε γερές βάσεις την υπεροχή των δυτικών χωρών. Δεν βλέπω πως θα μπορούσε να τεκμηριώσει κανείς την παρακμή σε αυτή την εξέλιξη, ακόμη και αν θεωρήσει πως η Ανατολική Ευρώπη και η Ρωσία δεν ανήκαν στην ομάδα της Δύσης, ισχυρισμός που συχνά επαναλαμβανόταν και επαναλαμβάνεται.

Ωστόσο, στον κόσμο που ζούμε τίποτα δεν παραμένει σταθερό και η υπεροχή του Ατλαντικού κόσμου δείχνει να μετατοπίζεται σταδιακά προς τον Ειρηνικό. Από το σημείο αυτό όμως μέχρι να φτάσουμε να μιλάμε για παρακμή της Δύσης η απόσταση είναι μεγάλη. Θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο και πολύ πιο αποτελεσματικό για να κατανοήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει στον κόσμο μας να κάνουμε λόγο για μετατοπίσεις των ισορροπιών σε γεωπολιτικό και γεωοικονομικό επίπεδο, για αυξανόμενους ανταγωνισμούς μεταξύ των μεγάλων κρατών της εποχής μας, για φιλοδοξίες Ρώσων, Κινέζων, από κοντά και των Τούρκων, να αναβαθμίσουν τη θέση τους στο διεθνές περιβάλλον, αλλά δυσκολεύομαι να δω πώς έχει παρακμάσει η Δύση.

Η παγκοσμιοποίηση έδωσε τη δυνατότητα σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία να βελτιώσουν την ευημερία του πληθυσμού τους και να μειώσουν την απόσταση που τις χωρίζει από τη Δύση. Αλλά αυτό δεν αποτελεί τεκμήριο παρακμής της Δύσης. Η τελευταία εξακολουθεί να διατηρεί πλεονεκτήματα οικονομικά, επιστημονικά, τεχνολογικά, πολιτισμικά, οργανωτικά αλλά και στρατιωτικά που της επιτρέπουν να βλέπει με σιγουριά τον εαυτό της, όσο και αν ώρες – ώρες δυσκολεύεται να δεχθεί τον ανταγωνισμό από τις πρώην αποικίες της. Οι δυσκολίες θα προκύψουν μόνο αν η Δύση δεν μπορέσει σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά προβλήματα των χωρών που την συγκροτούν. Τη στιγμή που σε παγκόσμια κλίμακα οι οικονομικές ανισότητες μεταξύ των κρατών περιορίζονται, σε εθνικό επίπεδο οι δυτικές χώρες τις βλέπουν να αυξάνονται με πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες που, πιστεύω, ότι μόνο ένα μικρό μέρος τους έχουμε δει μέχρι τώρα. Αλλά και αυτό ακόμη το απτό πρόβλημα είναι επιλύσιμο και θα πρέπει να περιμένουμε μέχρις ότου δούμε τις εξελίξεις. Στο κάτω – κάτω και οι χώρες που επιδιώκουν να ανταγωνιστούν τη Δύση αντιμετωπίζουν κρίσιμα προβλήματα που βάζουν πολλά εμπόδια στην πορεία τους.

Φυσικά υπάρχουν και τα πολύ μεγάλα προβλήματα, της κλιματικής αλλαγής και του πυρηνικού πολέμου. Αν η Δύση δεν μπορέσει να βρει τρόπους να τα αντιμετωπίσει προφανώς θα υποστεί στο μέλλον τις βαριές συνέπειες τους. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση δεν θα πρόκειται για παρακμή της Δύσης, αλλά για την καταστροφή του ανθρώπινου πολιτισμού.

 

Δεν είναι φασισμός η επικράτηση της Μελόνι -Τι πραγματικά συμβαίνει στην Ευρώπη

Συνέντευξη του Κώστα Κωστή στην Δήμητρα Κρουστάλλη για το iefimerida, 03.10.2022


Η εκλογή της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία έχει θορυβήσει την ΕΕ. Κατά τη γνώμη σας, γιατί ανεβαίνει η ακροδεξιά στην Ευρώπη; Το μεταναστευτικό ή η ενεργειακή κρίση δίνουν επαρκείς εξηγήσεις για αυτό το φαινόμενο;

Η απάντηση νομίζω ότι βρίσκεται σε παράγοντες που έχουν να κάνουν με τη συγκρότηση των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών και κυρίως με την ύπαρξη ενός μεγάλου κομματιού του πληθυσμού που κρίνει ότι το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του. Ωστόσο δεν είναι μόνο η άνοδος της ακροδεξιάς που αποτελεί ψηφίδα αυτού του προβλήματος. Πολύ πιο σημαντική αριθμητικά είναι η ομάδα όσων απέχουν από την εκλογική διαδικασία και ακολουθούν, μόνο, εκείνοι που στους λόγους των αντισυστημικών κομμάτων βρίσκουν μία ικανοποίηση του θυμικού τους, μία τόνωση του εγωϊσμού τους, μία διέξοδο στην οργή τους. Νομίζω ότι αυτή η λογική εξηγεί τη νίκη της Μελόνι στην Ιταλία, το δε μεταναστευτικό αλλά και το ενεργειακό αποτελούν απλώς δύο από τις πτυχές που δημιουργούν ευνοϊκό κλίμα για τα αντισυστημικά – δημαγωγικά κόμματα, για τα εθνικολαϊκιστικά κόμματα όπως θα τα έλεγαν κάποιοι άλλοι.

Κόμματα, όπως οι Σουηδοί Δημοκράτες, Τα Αδέλφια της Ιταλίας ή ακόμα και το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν, είναι ακροδεξιά με την ιστορική έννοια του όρου; Βλέπουμε ότι όσο ανεβαίνουν τα ποσοστά τους τόσο στρογγυλεύουν τις ακραίες θέσεις τους, άρα πόσο μεγάλη απειλή είναι για τη δημοκρατία;

Συμμερίζομαι τις απόψεις εκείνων που υποστηρίζουν ότι η χρήση του όρου ακροδεξιά δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην πραγματικότητα που εκφράζουν αυτά και άλλα κόμματα. Καμία σχέση δεν έχει η Μελόνι με τον ιταλικό φασισμό, ακόμη και αν προσπαθεί να αξιοποιήσει προς όφελός της διάφορα σύμβολα του για να αφομοιώσει τους νοσταλγούς του. Οι τίτλοι του τύπου «Ο φασισμός σπέρνει τον φόβο στην Ιταλία» δεν προσφέρουν τίποτα στην κατανόηση της πολιτικής διαδικασίας, μόνο παραπληροφορούν. Στις Δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης, οι βάσεις του πολιτεύματος είναι γερά θεμελιωμένες και είναι πολύ λογικό για τα κόμματα αυτά αν θέλουν να κερδίσουν ακροατήριο να μην περιορίζονται σε ακραίες θέσεις, αλλά να ενσωματωθούν στον κεντρικό πολιτικό λόγο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Λεπέν, η οποία μπόρεσε να ισχυροποιηθεί μόνο αφού αποστασιοποιήθηκε από τις ακρότητες του πατέρα της. Νομίζω ότι ο όρος αντισυστημικά κόμματα ή εθνικολαϊκιστικά κόμματα – αν και ο λαϊκισμός λόγω της υπερβολικής χρήσης του έχει χάσει το περιεχόμενό του – ταιριάζει πιο πολύ σε αυτό που εκφράζουν Τα Αδέλφια της Ιταλίας και τα άλλα συναφή κόμματα.

Πώς σχολιάζετε ότι τμήματα της Δεξιάς, σπεύδουν να προσεγγίσουν και να νομιμοποιήσουν αυτούς τους σχηματισμούς αντί να τους αποκηρύξουν και να στηρίξουν τα δικά τους πιο παραδοσιακά κόμματα;

Κατά τον ίδιο τρόπο που το κόμμα της Μελόνι προσπαθεί να αποριζοσπαστικοποιηθεί για να κερδίσει ακροατήριο, κατά τον ίδιο τρόπο τα πιο παραδοσιακά κόμματα της Δεξιάς συγκλίνουν μαζί της για να μην χάσουν την επαφή με την εξουσία, αλλά και το παραδοσιακό τους κοινό που στρέφεται προς τα Αδέλφια της Ιταλίας.

Γιατί έπαψε η Αριστερά να εκφράζει τις αγωνίες της εργατικής τάξης, των φτωχών και αδύναμων στρωμάτων, των νέων; Και πλέον εμφανίζεται ως υπερασπιστής τους η άκρα δεξιά;

Νομίζω ότι ο λόγος είναι πολύ απλός. Οι κοινωνίες σήμερα δεν έχουν καμία σχέση με τις κοινωνίες ακόμη και της δεκαετίας του 1960 και 1970. Τα κόμματα της Αριστεράς είχαν μία εργατική βάση, η οποία στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχει αποδυναμωθεί σημαντικά. Ο πολιτικός δε λόγος τον οποίο εκφέρει έχει υιοθετηθεί εδώ και πολλά χρόνια από τα συντηρητικά κόμματα. Από κει και πέρα απομένει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που βρίσκεται αποκλεισμένο από τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης και της δημοκρατίας, και το οποίο εύλογα στρέφεται προς τα πιο αντισυστημικά – ριζοσπαστικά κόμματα, τα οποία είναι σε θέση να ικανοποιήσουν το θυμό του, για την κοινωνική αδικία και αποκλεισμό που υφίσταται. Άλλωστε πιστεύω ότι οι όροι Αριστερά – Δεξιά που διαμορφώθηκαν σε ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο έχουν χάσει πια τη σημασία τους και μόνο να μας παραπλανήσουν μπορούν.

Δεν μοιάζει αντιφατικό οι νέοι από τη μια πλευρά να ζητούν οικονομική ασφάλεια και καλύτερες δουλειές και από την άλλη να ψηφίζουν κόμματα με ανορθολογικά οικονομικά προγράμματα; Ή να διαδηλώνουν για την ελευθερία σε χώρες σαν το Ιράν, αλλά στη δική τους χώρα να επιλέγουν αυταρχικές λύσεις;

Σε μία άλλη εποχή, την εποχή της Αριστεράς – Δεξιάς, οι νέοι θα αναζητούσαν μία ουτοπία ή ένα ιδανικό (η πατρίδα ή το έθνος) για να στρατευθούν πολιτικά. Η δυνατότητα αυτή δεν υφίσταται πλέον και ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας ψηφίζει με βάση τον θυμό του και το θυμικό του, όπως ανέφερα προηγουμένως. Μέχρι στιγμής στη Δυτική Ευρώπη δεν έχουμε δει αυταρχικές πολιτικές λύσεις, η δημοκρατία εδώ έχει παράδοση. Οι δυσκολίες είναι μεγαλύτερες στην Ανατολική Ευρώπη όπου δεν υφίσταται μία αντίστοιχη δημοκρατική εμπειρία με τη Δύση. Βέβαια οι δυσκολίες θα αυξηθούν, αν τα δημοκρατικά καθεστώτα εξακολουθούν να μη μπορούν να δώσουν ικανοποιητικές λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει μεγάλη μερίδα του πληθυσμού τους, ανάμεσα σε αυτούς και οι νέοι. Η δημοκρατία απαιτεί την ανάλογη παιδεία, εμπειρία αλλά και απαντήσεις σε κρίσιμα πολιτικά προβλήματα.

Πόσο ριζοσπαστικά μπορεί να είναι τα ακροδεξιά κόμματα σε μια Ευρώπη που γερνάει;

Η ριζοσπαστικοποίηση των αντισυστημικών κομμάτων – όπως σας είπα προτιμώ τον όρο αυτό από τον όρο ακροδεξιά - θα εξαρτηθεί από δύο παράγοντες. Πρώτα από τις εξελίξεις στο διεθνές πεδίο, που μέσα από τη βιαιότητά τους είναι μάλλον αδύνατον να σταθμιστούν και φυσικά από την ικανότητα ή την αδυναμία ενός πολιτικού συστήματος να δώσει λύσεις στα τρέχοντα και κύρια προβλήματα. Νομίζω ότι η γήρανση του πληθυσμού θα παίξει δευτερεύοντα ρόλο.

Διαβάστε τη συνέχεια της συνέντευξης στο:https://www.iefimerida.gr/politiki/kostis-sto-iefimerida-den-einai-fasismos-i-epikratisi-tis-meloni

 

Δέσμιοι νεκρών ιδεών

Άρθρο του Κώστα Κωστή στην Εφημερίδα Το Βήμα, Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022


Ο τίτλος δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία παράφραση ιδέας του Keynes. Θα προσέθετα δε – και δεν θυμάμαι αν και που το έχω διαβάσει αυτό – ότι οι ξεπερασμένες ιδέες πεθαίνουν μόνο όταν πεθάνουν οι άνθρωποι που τις υποστηρίζουν. Λίγο μακάβριο, αλλά νομίζω ότι αποτελεί μία καλή εισαγωγή στο θέμα που μας απασχολεί, δηλαδή τι σημαίνει πολιτικά η νίκη της Μελόνι στην Ιταλία και ακόμη τι κίνδυνο αντιπροσωπεύει η ενίσχυση της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Γιατί ασφαλώς η εντυπωσιοθηρία και εντυπωσιολαγνεία των μέσων ενημέρωσης που κάνουν λόγο για την «επιστροφή του φασισμού στην Ιταλία» – χρησιμοποιώ εδώ την πιο ήπια διατύπωση που συνάντησα – δημιουργούν ένα κλίμα που ενισχύεται από την αδυναμία μας να κατανοήσουμε το τι ακριβώς συνέβη στην Ιταλία, αλλά και γενικότερα τι, ακριβώς συμβαίνει γύρω μας. 

Ο λόγος είναι απλός: προκειμένου να κατανοήσουμε τις εξελίξεις στην πολιτική αρένα του Δυτικού κόσμου προσφεύγουμε σε έννοιες και όρους που διαμορφώθηκαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικούς κοινωνικούς όρους. Για να μιλήσει κανείς για τη σοσιαλδημοκρατία χρειάζεται μία εργατική τάξη που στο δυτικό κόσμο έχει δει την επιρροή της να συρρικνώνεται δραματικά, τη στιγμή που άλλα στρώματα και ομάδες εμφανίζονται να επηρεάζουν το πολιτικό τοπίο.

Αυτό που απομένει μπορεί να ονομάζεται σοσιαλδημοκρατία, αλλά καμία σχέση δεν έχει με την πολιτική παράταξη που άλλαξε τη φυσιογνωμία της Ευρώπης μεταπολεμικά. Κατά έναν αντίστοιχο τρόπο και η Δεξιά στην Ευρώπη έχει πάψει να είναι αρνητής του κοινωνικού κράτους, που αποτέλεσε βασικό στοιχείο διαφοροποίησης της Δεξιάς με την Αριστερά, αντιθέτως έχει μετατραπεί σε υποστηρικτή του, ενώ και γενικότερα έχει αφομοιώσει πολλές απόψεις που παλιά θεωρούνταν ότι ανήκουν αποκλειστικά στην αριστερά. Οπότε γιατί ακριβώς μιλάμε; Αλλά και οι όροι άκρα δεξιά και άκρα αριστερά δεν έχουν πλέον το ίδιο περιεχόμενο που τους αποδίδαμε ακόμη και πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια. Για να μην πάμε μακριά η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ αρκεί για να μας δείξει το μέχρι πρότινος αδιανόητο και τις αλλαγές που έχουν επέλθει.

Οι κοινωνικές συνθήκες, με βάση τις οποίες διαμορφώνοντας τα κόμματα και οι κομματικές επιλογές έχουν μεταβληθεί άρδην και νομίζω ότι δεν μας οδηγεί πουθενά η επιμονή στο να βλέπουμε στο πρόσωπο της Μελόνι τον Μουσολίνι ή να κάνουμε λόγο για τη «φαιά Ιταλία». Κάτι τέτοιο, οδηγεί σε αδυναμία κατανόησης των προβλημάτων του σύγχρονου κόσμου και της πολιτικής τους έκφρασης. Γιατί τελικά από κει θα πρέπει να ξεκινήσουμε για να δώσουμε απαντήσεις στα αρχικά μας ερωτήματα, γιατί η Μελόνι, γιατί η δημαγωγία;

Το σύνθημα της Μελόνι «είμαι η Τζόρτζια, είμαι γυναίκα, είμαι μητέρα, είμαι Ιταλίδα, είμαι Χριστιανή», νομίζω ότι θα αρκούσε να εξηγήσει πολλά για τους λόγους που ενισχύθηκε το κόμμα της: η ταυτοποίηση αυτή δίνει οντότητα – έστω και στο επίπεδο του φαντασιακού -  και τους κάνει να ξεχωρίζουν, στους Ιταλούς, που είναι κοινωνικά υποβαθμισμένοι και στερημένοι, σε σχέση με το περιβάλλον τους και που αισθάνονται να απειλούνται από τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Όσοι, λοιπόν συντρίβονται από το σύστημα, ή αισθάνονται ότι τους συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα βρουν στην πρόταση αυτή της Μελόνι ένα ερέθισμα για να την ψηφίσουν, ακόμη και όταν δεν έχει τίποτε άλλο να προτείνει.

Καλώς ή κακώς οι δυτικές κοινωνίες είναι διχασμένες σε δύο κόσμους σφόδρα αντιτιθέμενους: σε όσους επωφελούνται από το «σύστημα» και σε όσους βλέπουν ότι το «πεδίο της εμπειρίας τους» αποκλίνει δραματικά από τον «ορίζοντας των προσδοκιών τους», για να χρησιμοποιήσω την έκφραση ενός σπουδαίου διανοητή, του R. Koselleck. Αυτή είναι η βάση των πολιτικών διαχωρισμών την παρούσα στιγμή με τα παραδοσιακά κόμματα να μιλάνε μία γλώσσα που δεν μπορεί να κατευνάσει τον θυμό ή την οργή όσων αποκλείονται από τα οφέλη των σύγχρονων κοινωνιών, τη στιγμή που η Μελόνι και οι όμοιοί της παγκοσμίως βρίσκουν τρόπους να ικανοποιήσουν το θυμικό αυτών των κοινωνικών ομάδων. Η επιμονή μας στα σχήματα δεξιά – αριστερά είναι παρωχημένη: έτσι και αλλιώς όπως εμφανίστηκαν ως προϊόν μιας κοινωνικής πραγματικότητας, θα χάσουν τη σημασία τους όταν αυτή εκλείψει. Και νομίζω ότι η στιγμή αυτή έχει φτάσει. Απλά είμαστε δέσμιοι νεκρών ιδεών.

Εκείνο ωστόσο που θα έπρεπε να μας ανησυχεί περισσότερο από τη Μελόνι, η οποία θα ακολουθήσει μάλλον μία προδιαγεγραμμένη πορεία, είναι η εξαιρετικά μεγάλη αποχή από τη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία. Γιατί εκεί βρίσκεται μία δεξαμενή δυσαρέσκειας, που αν αυτή τη στιγμή απαξιώνει με την αποχή της τις δημοκρατικές διαδικασίες και για τον λόγο αυτό να μην της δίνουμε μεγάλη προσοχή, δεν παύει να αποτελεί έναν μηχανισμό αποδυνάμωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι το πρόβλημα στο οποίο θα πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή και να αναζητήσουμε τρόπους πολιτικής κινητοποίησης αυτών των ανθρώπων.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε ποια είναι τα προβλήματα που οδηγούν στην αποχή και την υπερψήφιση «αντισυστημικών» κομμάτων και να αναζητήσουμε τρόπους για την επίλυσή τους στο πλαίσιο των δημοκρατικών διαδικασιών. Μέχρι στιγμής κάτι τέτοιο δεν έχει επιτευχθεί πουθενά στο Δυτικό κόσμο – με εξαίρεση ίσως τον Καναδά και τις Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία. Η Μελόνι και η κάθε Μελόνι δεν αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία σε χώρες που αυτή η τελευταία έχει γερά θεμέλια. Μεγαλύτερη απειλή είναι η εμμονή μας στα φαντάσματα του παρελθόντος γιατί μας εμποδίζει να δημιουργήσουμε μία δημοκρατία που να μην αποκλείει από τα οφέλη της μεγάλες ομάδες του πληθυσμού.

Ελληνική Οικονομία και Δημοκρατία

Άρθρο του Κώστα Κωστή στο Ειδικό Αφιέρωμα για την Οικονομία στο Βήμα – Οικονομικός Ταχυδρόμος, Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2022


Το 2008 ένας μεγάλος κύκλος έκλεισε. Η περίοδος της πολύ γρήγορης και βαθιάς παγκοσμιοποίησης, που ξεκίνησε με την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods (1971), έδωσε τη θέση της σε μία φάση αποπαγκοσμιοποίησης, η οποία εντάθηκε στη συνέχεια με την πανδημία, την ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Και ακόμη είναι νωρίς για να εκτιμήσουμε που μπορεί να μας οδηγήσει όλη αυτή η διαδικασία, πόσο μακριά μπορεί να φτάσει.

Υπογραμμίζω ότι το φαινόμενο της αποπαγκοσμιοποίησης (όπως άλλωστε και της παγκοσμιοποίησης) δεν είναι μόνο οικονομικό: τα πλήγματα που δέχεται η δημοκρατία εντάσσονται σε αυτή τη διαδικασία και οι λεγόμενες «δημοκρατορίες» ή αλλιώς οι spin dictators αποτελούν μία σημαντικότατη πτυχή του. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι εντεινόμενες γεωπολιτικές ανακατατάξεις στοιχειοθετούν ένα βασικό στοιχείο της αποπαγκοσμιοποίησης, ενώ καίρια είναι η σημασία των ταυτοτικών αντιθέσεων που συγκροτούν τη βάση του πολιτικού διπολισμού που παρατηρείται στο δυτικό κόσμο.

Σημασία, όμως, έχει να κατανοήσουμε ότι το υπόδειγμα της κεφαλαιακής συσσώρευσης που επικράτησε από το 1971 μέχρι το 2008 και το οποίο θεωρούμε προϊόν της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» δίνει τη θέση του σε ένα άλλο μοντέλο στο οποίο οι κοινωνικές και οικολογικές ευαισθησίες παίζουν καθοριστικό ρόλο. Η «συναίνεση της Κορνουάλης» από το 2021, αποτελεί ένα πρόταγμα των G7, με βάση αυτού του τύπου τις ευαισθησίες. Το ερώτημα βέβαια είναι αν στις συνθήκες της αποπαγκοσμιοποίησης, είναι εφικτή αυτή η στροφή προς επιλογές αναγκαίες μεν, αλλά με υψηλό κόστος δε. Η ενεργειακή κρίση έδειξε ότι η μετάβαση σε καθεστώτα εναλλακτικά στα τρέχοντα είναι υψηλού κινδύνου.

Δεν θα πρέπει να βιαστούμε να αναζητήσουμε το βασικό «παίκτη» αυτού του νέου υποδείγματος συσσώρευσης. Οι μανιχαϊστικές λογικές δεν έχουν νόημα και οι επιλογές ανάμεσα σε κράτος και αγορά δείχνουν να είναι ξεπερασμένες: «όταν βυθίζεται ένα καράβι ακόμη και οι άθεοι επικαλούνται το Θεό». Δεν θυμάμαι που το διάβασα αλλά το βρίσκω πολύ πετυχημένο. Με λίγα λόγια το κράτος έχει αναλάβει ήδη πολύ μεγάλες πρωτοβουλίες και θα εξακολουθήσει να το κάνει στο μέτρο που είναι ο μοναδικός τρόπος για να αντιμετωπιστούν τόσο κρίσιμες καταστάσεις, όσο αυτές που ζούμε τα τελευταία χρόνια, δηλαδή με κρατικές παρεμβάσεις που επιδιώκουν να στηρίξουν το επίπεδο ζωής των πολιτών. Άλλωστε η κρίση του 2008 έδειξε πως ο ισχυρισμός ότι η αγορά μπορεί από μόνη της να λύσει όλα τα προβλήματα είναι μάλλον εκτός τόπου και χρόνου. Και αν οι προγνώσεις για επικείμενη ύφεση επαληθευθούν τότε οι απαιτήσεις για κρατικές παρεμβάσεις θα αυξηθούν κατακόρυφα.

Αλλά και πάλι, υπό τις σημερινές συνθήκες δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για ένα κράτος όπως εκείνο που γνωρίσαμε στο παρελθόν. Το κράτος που χρειαζόμαστε είναι διαφορετικού χαρακτήρα, έξυπνο, ποιοτικό, αποτελεσματικό, στρατηγικό. Στο μέτρο που δεν θα το πετύχουμε – και φοβάμαι ότι στην Ελλάδα, δύσκολα θα συμβεί κάτι τέτοιο – θα εξακολουθήσουμε να βλέπουμε τη διεθνή θέση της χώρας να αποδυναμώνεται.

Το πρόβλημα στο εξής δεν θα είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας, όχι πως στερούνται σημασίας.  Το πρόβλημα θα είναι κατά πόσον ένα κράτος έχει τη βούληση αλλά και είναι σε θέση να αξιοποιήσει τους μηχανισμούς του και τα πλεονεκτήματα που διαθέτει για να εξασφαλίσει κοινωνική ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη. Τη στιγμή που οι ουτοπίες έχουν πάψει να δημιουργούν ιδανικά πάνω στα οποία να χτίζονται πολιτικές πρακτικές, αυτό που απομένει είναι ο άγονος αλλά επικίνδυνος, γιατί είναι ευάλωτος στη δημαγωγία, αντισυστημισμός. Και εδώ βρίσκονται τα δύσκολα και οι προκλήσεις για την οικονομία του αύριο. Όσο καινοτόμα και ψηφιακή και αν γίνει, τίποτα δεν εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της δημοκρατίας, τίποτε δεν μας λέει ότι η αποτυχημένοι δημαγωγοί του χθες, δεν μπορούν να επανέλθουν νικητές σε συνθήκες που γίνονται χειρότερες για μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, καθώς ο φόβος και η ανασφάλεια κυριεύει σημαντικά στρώματα του πληθυσμού. Τα παραδείγματα είναι μπροστά μας και φωνάζουν, θα ήταν δε κουτό από μέρους μας να θεωρήσουμε ότι είμαστε προστατευμένοι ή ότι ισχύει το αφελές «η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα». Φυσικά και συναντά αδιέξοδα και πρέπει να μάθει να τα αντιμετωπίζει.

Η δημοκρατία απαιτεί προσπάθεια και μεταξύ άλλων απαιτεί τη δημιουργία ενός καπιταλιστικού προτύπου που θα μπορεί να πείσει τους πολίτες μιας χώρας για την ικανότητά του να μη δημιουργεί έντονες ανισότητες. Η Ελλάδα στον τομέα της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν τα πηγαίνει καθόλου καλά: τα τελευταία δέκα χρόνια  σε όλους σχεδόν τους δείκτες βρισκόμαστε στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκή Ένωσης και συχνά η απόσταση που μας χωρίζει από τους προπορευόμενους μεγαλώνει. Η εικόνα δεν είναι καθόλου ελπιδοφόρα ιδίως στους τομείς της διαγενεακής ανισότητας, όπου παρά τα όσα λέγονται, οι πιο απλοί δείκτες, όπως της νεανικής απασχόλησης, του δημοσίου χρέους και του ασφαλιστικού δεν εμπνέουν αισιοδοξία καθώς οι νεανικές ηλικίες βαρύνονται δυσανάλογα. Πως πιστεύει κανείς ότι όλοι οι νέοι που έφυγαν για καλύτερη τύχη εκτός Ελλάδας, θα επιστρέψουν τη στιγμή που τα βασικά προβλήματα που τους έδιωξαν δεν έχουν αντιμετωπιστεί; Και αν μειώνεται η ανεργία σε απόλυτους αριθμούς – η ανεργία των νέων βέβαια παραμένει υψηλή – οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι χαμηλών προσόντων και αμοιβών.

Δεν θέλω να αμφισβητήσω τις καλές προθέσεις, αλλά δεν αρκούν.  Χρειάζεται μία πολύ μεγάλη προσπάθεια – ή αλλιώς μεταρρυθμίσεις - και στον χώρο της οικονομίας, όπου βρισκόμαστε πολύ μακριά από το επιθυμητό, παρά την εικόνα που δίνουν οι βασικοί οικονομικοί δείκτες, αλλά και των κοινωνικών πολιτικών, προκειμένου η Ελλάδα να εξασφαλίσει μία βελτιούμενη ευημερία σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που θα βασίζεται σε ισχυρά θεμέλια.

Χρειαζόμαστε, με διαφορετικά λόγια, μία συνέχεια και επιμονή σε μακροχρόνιες μεταρρυθμιστικές πολιτικές και μια δημόσια διοίκηση που θα μπορεί να επωμιστεί το σχετικό βάρος. Χρειαζόμαστε ακόμη μία ισχυρή πολιτική ελίτ που θα ενδιαφέρεται για τη χώρα και όχι, αποκλειστικά, για την πολιτική εξόντωση του αντιπάλου και την εξουσία. Και νομίζω ότι είμαστε πάρα πολύ μακριά από το να πετύχουμε έστω και κάποιους από τους στόχους αυτούς. Με οτιδήποτε και αν συνεπάγεται κάτι τέτοιο.

Και τέλος είναι ανάγκη να διαμορφωθεί μία πολιτική πρόταση για το πώς θέλουμε την Ελλάδα, μια πρόταση που θα μπορεί να θέλξει κυρίως τους νεότερους, εκείνους δηλαδή που δυσανασχετούν περισσότερο και δικαίως με τον πολιτικό κυνισμό και τη διάσταση ανάμεσα στον πολιτικό λόγο και την πολιτική πρακτική. Το lifestyle που κατακλύζει όλα τα έντυπα κάθε τύπου δημιουργεί πρότυπα τα οποία είναι αναντίστοιχα με τις δυνατότητες της πλειονότητας των νέων Ελλήνων, δημιουργώντας έτσι ευαίσθητες στη δημαγωγία κοινωνικές ομάδες. Δημιουργεί θυμό και οργή εναντίον ενός συστήματος που τους αποκλείει από τη συμμετοχή στην ευημερία.

Τα φαινόμενα για τα οποία μίλησα προηγουμένως δεν αποτελούν ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, αλλά αφορούν όλο το Δυτικό κόσμο. Μόνο που φοβάμαι πως στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε με μεγάλη ελαφρότητα το τι ακριβώς συμβαίνει και το ποιες θα είναι οι συνέπειες για τη Δημοκρατίας μας, δεν αντιμετωπίζουμε με τη δέουσα σοβαρότητα τα προβλήματα που έχουμε μπροστά της.

Από τα στερεότυπα της "3ης Σεπτέμβρη" στον ιδιόμορφο εκσυγχρονισμό.

Άρθρο του Κώστα Κωστή στην Εφημερίδα Το Βήμα, Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022.


Ετοιμάζοντας το κείμενο αυτό, σκέφτηκα να ξαναδιαβάσω την περίφημη «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη», την ιδρυτική πράξη του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος. Ομολογώ πως η πρώτη μου αντίδραση, μετά την ανάγνωση της διακήρυξης, ήταν να συνειδητοποιήσω τα στερεότυπα με τα οποία η χώρα πορεύτηκε τα τελευταία σχεδόν πενήντα χρόνια και κυρίως την απίστευτη ξενοφοβία και εσωστρέφεια που μας χαρακτηρίζει, όπως επίσης και τη λατρεία του κράτους. Για το Πα.Σο.Κ. του 1974, για το Πα.Σο.Κ. του Ανδρέα Παπανδρέου όλα τα δεινά, που πίστευαν ότι μάστιζαν τη χώρα, δεν οφείλονταν παρά μόνο στο ξένο κεφάλαιο, στα ξένα κέντρα εξουσίας: «Η ρίζα της συμφοράς βρίσκεται στην εξάρτηση της Πατρίδας μας».

Παραδόξως, οι οικονομικές ολιγαρχίες που θα περίμενε κανείς να καταδικάζονται εξίσου έντονα, δεν μνημονεύονται παρά περιθωριακά. Στους άμεσους στόχους που θέτει το Πα.Σο.Κ. πρώτα έρχεται «η αποσύνδεση της Ελλάδας από τους στρατιωτικούς, πολιτικούς και οικονομικούς συνασπισμούς που υπομονεύουν την εθνική ανεξαρτησία», ενώ επίσης σημαντική προτεραιότητα αποτελεί η ακύρωση «των διεθνών συμβάσεων και συμφωνιών που έχουν οδηγήσει την Ελλάδα σε οικονομική, πολιτική και στρατιωτική εξάρτηση από τα μονοπωλιακά συγκροτήματα της Δύσης και ιδιαίτερα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού».

Θα μπορούσε να πολλαπλασιάσει κανείς τα παραδείγματα μαξιμαλισμού και έλλειψης ρεαλισμού που χαρακτήριζαν αυτή την προγραμματική διακήρυξη του Πα.Σο.Κ., όπως «η κατάργηση των ιδιωτικών κλινικών», η «κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης», «κοινωνικοποίηση του χρηματοδοτικού συστήματος στο σύνολό του, των βασικών μονάδων παραγωγής και του μεγάλου εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου».

Θα μου πείτε «έπεα πτερόεντα», καθώς η συνέχεια, οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις απλά απέδειξαν πόσο εύκολα όλες αυτές οι προθέσεις αποδείχθηκαν μη εφαρμόσιμες, πόσο τα διάφορα επαγγελματικά συμφέροντα μπόρεσαν να ανατρέψουν τις κοινωνικές πολιτικές που διατεινόταν ότι θα εφάρμοζε το Πα.Σο.Κ., πόσο η διεθνής συγκυρία είναι σε θέση να αλλάξει τις προθέσεις πολιτικής παρέμβασης και πόσο, τελικά, το έπαθλο του κρατικού προϋπολογισμού αποτελούσε το δέλεαρ της εξουσίας.

Προοδευτικά, βέβαια, η ριζοσπαστικότητα που χαρακτηρίζει τον λόγο της ιδρυτικής, έστω, διακήρυξης του Πα.Σο.Κ. περιορίζεται καθώς η πραγματικότητα είχε τις δικές της απαιτήσεις και επέβαλλε τους δικούς της καταναγκασμούς  Το Πα.Σο.Κ. του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν εκείνο που βελτίωσε τους όρους ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. και ανανέωσε τη συμφωνία για τις αμερικανικές βάσεις, το Πα.Σο.Κ. του Κώστα Σημίτη ήταν εκείνο που οδήγησε την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ολοκλήρωση.

Το Πα.Σο.Κ. πάλι ήταν εκείνο που έδωσε τη δυνατότητα ενίσχυσης της δημοκρατίας με την κοινωνική ενσωμάτωση επί ίσοις όροις και εκείνων των Ελλήνων που λόγω του καθεστώτος Ψυχρού Πολέμου στο οποίο ζούσαμε ήταν αποκλεισμένοι, ασφαλώς δε το Πα.Σο.Κ. ήταν εκείνο που με το νέο Οικογενειακό Δίκαιο εξίσωσε νομικά τους άνδρες και τις γυναίκες, στόχος που περιλαμβανόταν στη διακήρυξη της «3ης του Σεπτέμβρη» και επίτευγμα κεφαλαιώδους σημασίας για την ελληνική κοινωνία. Το Πα.Σο.Κ., επίσης, δημιούργησε το Εθνικό Σύστημα Υγείας, προσφέροντας ιατρική κάλυψη σε όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, ενώ άνοιξε τα πανεπιστήμια σε νέους επιστήμονες.

Βέβαια όλα αυτά είχαν ένα κόστος οικονομικό, μεγάλο μάλιστα, και πολλές φορές το αποτέλεσμα της πολιτικής του Πα.Σο.Κ. ήταν η ιδιόμορφη «ιδιωτικοποίηση» κρατικών οργανισμών, βλ. Δ.Ε.Η., Ολυμπιακή κλπ., προς όφελος του προσωπικού τους. Υπήρχαν και λειτουργούσαν δηλαδή προκειμένου να εξυπηρετούνται οι εργαζόμενοι και όχι το κοινωνικό σύνολο. Η εξαιρετική ισχύς που απέκτησαν τα συνδικάτα, εντασσόμενα σε ένα πλαίσιο συναλλαγής με την πολιτική εξουσία, τους επέτρεψε να προκαλέσουν απίστευτες στρεβλώσεις με πολύ υψηλό κοινωνικό κόστος. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και άλλα αρνητικά στοιχεία αυτή της πορείας, όπως η κομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, η διάδοση του πολιτικού κυνισμού, η ισοπέδωση των αξιών. Ο δημόσιος δανεισμός, όμως, ήταν εφικτός και επέτρεπε αυτές τις πολιτικές του ελαχίστου κόπου.

Στο παρελθόν είχα υποστηρίξει ότι το Πα.Σο.Κ. εξέφραζε τον «ελληνικό δρόμο προς τον εκσυγχρονισμό». Πρόκειται για έναν δρόμο ιδιόμορφο, που εκφράζει όλες τις ιδιαιτερότητες της χώρας μας, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές. Πρόκειται, επίσης, για έναν εκσυγχρονισμό με υψηλό κόστος, μιας και με τον τρόπο αυτό έγινε πιθανό να πραγματοποιηθούν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα πολιτικές που σε άλλες χώρες είχαν πάρει πολύ χρόνο για να υλοποιηθούν. Άξιζε τον κόπο;

Νομίζω ότι θα ήταν λάθος, με βάση τα δεδομένα του σήμερα, να επιδιώξουμε να αξιολογήσουμε ως καλό ή κακό το Πα.Σο.Κ. Ανέλαβε την ευθύνη να οδηγήσει την Ελλάδα μέσα από τα ταραχώδη νερά μιας βαθιάς παγκοσμιοποίησης και νομίζω ότι δύσκολα μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι απέτυχε, όπως επίσης δύσκολα θα υποστηρίξει κάποιος ότι πέτυχε.  Πάντα θα υπάρχουν στοιχεία για να μεμφθεί κανείς τις πολιτικές του Πα.Σο.Κ. ή άλλα για να τις εξυμνήσει. Η Ελλάδα πορεύτηκε με βάση τις προδιαγραφές και δυνατότητές της σε έναν δύσβατο δρόμο και το Πα.Σο.Κ. της έδωσε τη δυνατότητα, ήταν το όχημα για την ακρίβεια, προκειμένου να το κάνει. Και η απόσταση που διανύθηκε ήταν τεράστια.

Το ερώτημα πλέον είναι αν και τι έχει να δώσει το σημερινό Πα.Σο.Κ. υπό τις δύσκολες σημερινές συνθήκες, όπως άλλωστε και όλα τα υπόλοιπα κόμματα.

 

Παγιδευμένη χώρα.

Άρθρο του Κώστα Κωστή στην "Καθημερινή", 18.07.2022


Προσπαθώντας να παρακολουθήσω την ελληνική και διεθνή πραγματικότητα, δεν παύω να αισθάνομαι κάθε μέρα που περνάει ότι κάτι μου διαφεύγει, ότι όσα εγώ καταλαβαίνω ότι συμβαίνουν γύρω μου, στη χώρα μας, δεν έχουν καμία σχέση με όσα αντιλαμβάνονται οι πολιτικές ελίτ (όχι μόνο οι κυβερνητικές) του τόπου προκειμένου να ασκήσουν τις πολιτικές τους και να διαμορφώσουν τις προτάσεις τους.

Πρώτα απ’ όλα το διεθνές περιβάλλον δεν αντιμετωπίζεται ως ένας καταναγκασμός που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, να πάρουμε μέτρα για να το αξιοποιήσουμε ή, στην αντίθετη περίπτωση, να το αντιμετωπίσουμε κατά τον βέλτιστο τρόπο. Αντιθέτως αποτελεί ένα άλλοθι που μας επιτρέπει να ξοδεύουμε ασυστόλως ή να ζητάμε –αν ανήκουμε στην αντιπολίτευση– να δαπανάμε ακόμη περισσότερο, λες και η χώρα δεν είχε χρεοκοπήσει μόλις λίγα χρόνια πριν, λες και το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι τόσο χαμηλό, που αφήνει αυτά τα περιθώρια. Και ναι μεν η διάρθρωση του χρέους είναι τέτοια που δεν δημιουργεί πιέσεις άμεσα, αλλά η χρηματοδότηση πολλών δαπανών απαιτεί την προσφυγή στις αγορές, όπου τα επιτόκια σκαρφαλώνουν αργά αλλά σταθερά. Και ας μη λησμονούμε ότι δημόσιο χρέος σημαίνει ότι μεταθέτουμε δαπάνες στις μελλοντικές γενιές, για τις οποίες κοπτόμεθα ότι ενδιαφερόμαστε.

Ενα δεύτερο στοιχείο που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας είναι οι προγνώσεις για επερχόμενη ύφεση. Αν η Γερμανία αντιμετωπίσει προβλήματα, όπως ήδη γίνεται φανερό ότι θα συμβεί, και για την αντιμετώπιση των οποίων προετοιμάζεται, εμείς θα μείνουμε ανεπηρέαστοι; Ετσι φαίνεται να πιστεύει τουλάχιστον ένας εκ των υπουργών της κυβέρνησης όταν προβάλλει τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας. Και φυσικά το ερώτημα είναι τι είδους ύφεση θα έχουμε στην περίπτωση που υπάρξει πλήρης διακοπή στην παροχή πετρελαίου και αερίου από τη Ρωσία. Πόσες ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορέσουν να αντέξουν και τι θα συμβεί με την ανεργία, που ήδη είναι προβληματική, παρά την επιφανειακή βελτίωση των μεγεθών; Πόσο θα αντέξει το ελληνικό κράτος να επιδοτεί –στην πραγματικότητα να χαρίζει χρήματα σε ιδιώτες και επιχειρήσεις– χωρίς κριτήρια, επιδεινώνοντας την κοινωνική ανισότητα και ανταμείβοντας τους φοροφυγάδες; Με ποιον τρόπο θα αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός και οι συνέπειες που θα έχει για τους κοινωνικά πιο αδύναμους; Οι προβλέψεις υπαγορεύουν ότι η άνοδος των τιμών θα διαρκέσει· στην Ελλάδα τι θα κάνουμε, πώς σχεδιάζουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα αυτό έπειτα από τόσα χρόνια στενής εισοδηματικής πολιτικής;

Δυστυχώς το ελληνικό κράτος, εμείς οι Ελληνες, έχουμε αυτοπαγιδευτεί για μία φορά ακόμη. Κοιτάμε τον καθρέφτη και αυτό που βλέπουμε δεν είναι το είδωλό μας, αλλά μία άλλη Ελλάδα που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματική. Γιατί αυτήν θέλουμε να βλέπουμε. Το πολιτικό μας σύστημα για μία φορά ακόμη αποδεικνύεται λίγο στην αντιμετώπιση των κρίσιμων ζητημάτων που απασχολούν τη χώρα και χωρίς να θέλω να παριστάνω την Κασσάνδρα, οι συνθήκες που αντιμετωπίζουμε τείνουν στο να μετατραπούν σε μία «τέλεια καταιγίδα»: πληθωρισμός, ενεργειακή κρίση, πόλεμος στην Ουκρανία, αδυναμία επίλυσης προβλημάτων καθημερινότητας, ανεργία κ.ο.κ. Και τότε φοβάμαι ότι δεν θα έχουμε τους κακούς ξένους για να τους μεμφόμαστε. Γιατί δεν θα είναι αυτοί που μοίραζαν ενεργειακές επιδοτήσεις σε όσους δεν τις έχουν ανάγκη, αλλά ακόμη και στα εξοχικά. Και την ίδια στιγμή να μην κάνουν καμιά προσπάθεια να πείσουν τους καταναλωτές να δείξουν αυτοσυγκράτηση.

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι όσο ως μοναδικό όπλο δράσης του δεν έχει πολιτικές που θα μειώνουν την κοινωνική ανισότητα, που θα διευκολύνουν την ανάπτυξη και θα κάνουν πιο εύκολη την καθημερινότητα των πολιτών, αλλά το απλόχερο μοίρασμα χρημάτων που δεν υπάρχουν (άρα που είναι δανεικά και που θα τα πληρώσουν οι μέλλουσες γενιές) μπορεί να εξασφαλίσει μερικές ψήφους παραπάνω στις επόμενες εκλογές, ωστόσο εξακολουθεί να υποθηκεύει το μέλλον της χώρας. Πριν μετατραπεί η Ελλάδα σε μία χώρα που θα κάνει εξαγωγή ευτυχίας (η έκφραση δεν είναι δικιά μου) θα έπρεπε να φροντίσει να λύσει τα θεμελιώδη προβλήματα στην ανταγωνιστικότητά της και να βρει έναν τρόπο να κάνει εξαγωγές υλικών προϊόντων. Γιατί και ο τουρισμός είναι μία δραστηριότητα ιδιαιτέρως ασταθής σε βάθος χρόνου.

Η δημοσιονομική ισορροπία επιτεύχθηκε με πολύ κόπο και εξαιρετικά μεγάλες θυσίες. Ολα αυτά φαίνεται ότι τα έχουμε ξεχάσει και αντιμετωπίζουμε το σήμερα σαν να μην τρέχει τίποτα, δημιουργούμε προσδοκίες που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν και τελικά παραπλανούμε τους πολίτες. Σε αυτήν την περίπτωση πάντως δεν θα πρέπει να παραπονιόμαστε για τα πλήγματα που δέχεται η δημοκρατία. Και είμαι σίγουρος ότι όταν τα δύσκολα θα έρθουν οι κατ’ επάγγελμα εφησυχαστές θα σιωπούν για να μη χαλάσουν την εικόνα τους.

Καλώς ή κακώς, μία οικονομία, μία χώρα για να προχωρήσει έχει ως αφετηρία μία πραγματικότητα που δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Αυτό φαίνεται να το ξεχνάμε, όπως φαίνεται να ξεχνάμε ότι θα πρέπει να προχωρούμε βήμα βήμα, μέρα με τη μέρα και να λύνουμε τα σημαντικά προβλήματα που υπάρχουν. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν είναι φτιαγμένο για να λύνει προβλήματα και θα πρέπει να αρχίσει κάποτε να αναζητά τους μηχανισμούς και τους τρόπους αυτο-μεταρρύθμισής του. Γιατί η μόνη ικανότητα που δείχνει να έχει είναι να διεκδικεί νέες εκλογές αμέσως μετά τη διενέργειά τους. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να μας πάει μακριά. Η χώρα έχει ανάγκη από διοικητική και κυβερνητική συνέχεια και σταθερότητα για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα στοιχειώδη προβλήματά της. Και αυτό δεν θα επιτευχθεί αν λάβω υπόψη μου τις επιδόσεις των κομμάτων που το μόνο που γνωρίζουν να κάνουν είναι να αρνούνται συνειδητά την ίδια την πραγματικότητα για το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κέρδος.

Ο κόσμος, η Γαλλία και εμείς.

Άρθρο του Κώστα Κωστή στο Βήμα της Κυριακής, 26.06.2022


Το 2008 η κρίση των subprimes και λίγο αργότερα η κατάρρευση της Lehman Brothers αποτέλεσαν ένα θεμελιώδες σημείο καμπής στην παγκόσμια ιστορία. Ο πολύ σημαντικός ιστορικός των διεθνών σχέσεων Harold James το επισήμανε αμέσως, υπογραμμίζοντας πως ο κόσμος είχε μπει πλέον σε μία φάση απο-παγκοσμιοποίησης. Στη συνέχεια όλα τα οικονομικά μεγέθη επιβεβαίωναν το γεγονός αυτό, η δυναμική του οποίου εκδηλώθηκε και σε άλλους τομείς, όπως στον περιορισμό της διαδικασίας δημοκρατικής παγκοσμιοποίησης με την ενίσχυση των λεγόμενων «δημοκρατοριών», με τη σύγκρουση Ρωσίας και Ουκρανίας που ξεκίνησε από το 2014 και έχει μπει στη δεύτερη φάση της φέτος, ενώ και η πανδημία επέτεινε τα δεδομένα της απο-παγκοσμιοποίησης οδηγώντας σε κατάρρευση έναν μεγάλο αριθμό αλυσίδων εφοδιασμού. Το Brexit, επίσης, αποτέλεσε ένα ακόμη στοιχείο αυτής της διαδικασίας καθώς έπληξε ένα θεμελιώδες στοιχείο της παγκοσμιοποίησης, τα μεγάλα οικονομικά σύνολα, στη συγκεκριμένη περίπτωση την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Ερχεται, λοιπόν, ξανά στην επιφάνεια το τρίλημμα που είχε διατυπώσει πριν από λίγα χρόνια ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Harvard Danny Rodrik και το οποίο αμφισβητεί τη δυνατότητα ανέφελης συνύπαρξης της διαδικασίας παγκοσμιοποίησης, της δημοκρατίας και της οικονομικής ανάπτυξης. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζουμε πλέον σε όλους τους τομείς και με επιδεινούμενη ένταση πλέον.

Στη Γαλλία, οι πρόσφατες εκλογές υπογράμμισαν τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι δημοκρατίες να πείσουν τους πολίτες τους ότι αποτελούν το καλύτερο δυνατό πολίτευμα, ότι η Ευρώπη είναι ένα ιδανικό που μόνο αυτό μπορεί να εξασφαλίσει την ευημερία των πολιτών, αλλά και την ειρήνη σε μία ήπειρο με αμαρτωλό παρελθόν στον τομέα αυτόν. Ο πρόεδρος Μακρόν είχε απόλυτη συνείδηση του προβλήματος όταν πριν από τις εκλογές μεμφόταν τον εαυτό του, λέγοντας ότι απέτυχε να κατευνάσει την οργή όσων στρέφονταν εναντίον του. Οι δημοκρατίες θα πρέπει να πείσουν ότι είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις και τις φιλοδοξίες των πολιτών τους και όχι μόνο μιας μερίδας τους και να ελέγξουν τις κοινωνικές ανισότητες και αδικίες. Και αυτό φαίνεται προς το παρόν ανέφικτο για τις πολιτικές ηγεσίες.

Και εμείς τι κάνουμε; Φοβάμαι πως διανύουμε μία απογοητευτική περίοδο κατά την οποία το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ανέμελα, πλειοδοτεί στο ποιος μπορεί να μοιράσει τα περισσότερα επιδόματα, λες και με τον τρόπο αυτόν θα λυθούν όλες οι κοινωνικές αδικίες. Οι υπουργοί επαίρονται ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη ή η δεύτερη χώρα στη διανομή βοηθημάτων, παραγνωρίζοντας την ίδια στιγμή ότι είμαστε η χώρα με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος, με ένα δεύτερο δημόσιο χρέος που λέγεται ασφαλιστικό και το οποίο εξακολουθεί να τροφοδοτείται με δανεικά και τέλος με μία ανταγωνιστικότητα εξαιρετικά προβληματική, για να περιοριστώ στα βασικά. Αλλά και ο αρχηγός του ΠαΣοΚ υποστηρίζει ότι υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος για να δοθούν και άλλα βοηθήματα. Οσο για τον ΣΥΡΙΖΑ… Και φυσικά κανείς δεν δίνει σημασία στο γεγονός ότι η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση στους δείκτες κοινωνικής δικαιοσύνης. Η οργή δεν υπάρχει μόνο στη Γαλλία, αλλά και στην Ελλάδα, μόνο που την αγνοούμε. Και όμως σχετικά φαινόμενα εκδηλώνονται διαρκώς.

Η ενεργειακή κρίση δεν δείχνει κάποια τάση να ελεγχθεί, τουλάχιστον άμεσα, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, τα επισιτιστικά προβλήματα αλλά και τα προβλήματα των πρώτων υλών πολλαπλασιάζονται, ο πληθωρισμός έχει εδραιωθεί και δεν δείχνει ακόμη να μπορεί να ελεγχθεί, το επενδυτικό κενό βρίσκεται μακράν του να κλείνει, ενώ και τα επιτόκια θα συνεχίσουν να αυξάνουν. Και φυσικά τίποτα δεν έχει τελειώσει με την πανδημία. Το ερώτημά μου είναι για πόσο καιρό ακόμη θα εξακολουθήσουμε να βρισκόμαστε στον κόσμο μας, να ζούμε με μία κοντόθωρη οπτική τού μοιράζω όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα, χωρίς όμως να λύνω προβλήματα.

Το χειρότερο δε είναι ότι οι νεότερες γενιές είναι εκείνες που αδιαφορούν για την πολιτική, που απέχουν από την εκλογική διαδικασία. Αραγε είναι άσχετο ότι σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες η νεανική ανεργία είναι εξαιρετικά υψηλή; Είναι πολύ εύκολο να λέει κανείς ότι το μέλλον μιας χώρας βρίσκεται στους νέους, αλλά πόσους θα πείσεις όταν υποθηκεύεις το μέλλον αυτών των νέων μέσω του δημοσίου χρέους και του ασφαλιστικού συστήματος για να μείνω στα βασικά.

Η Γαλλία μάς έδειξε τις δυσκολίες που θα έχουμε μπροστά μας και οι οποίες δεν θα μπορέσουν να λυθούν χωρίς να δοθούν κάποιες πειστικές απαντήσεις σε όσους θίγονται και οι οποίοι είναι κυρίως οι νέοι. Με το να κατηγορείς, επί παραδείγματι, τους λεγόμενους «ρωσόφιλους» για ανορθολογισμό, δεν κερδίζεις τίποτα γιατί απέναντί σου έχεις τον θυμό για τον αποκλεισμό τους από ευκαιρίες από τις οποίες μπορούν να επωφεληθούν μόνο λίγοι. Και φυσικά δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι όλα αυτά τα προβλήματα εντάσσονται σε μια διαδικασία η οποία ξεκίνησε το 2008, δεν ξέρουμε πότε θα ολοκληρωθεί και πού απαιτεί συστηματικά και μακροπρόθεσμα μέτρα και όχι ευκαιριακές λύσεις. Οι τελευταίες επιβαρύνουν τα προβλήματα και τα καθιστούν ακόμη πιο δυσεπίλυτα.

Το μέλλον δείχνει δύσβατο, αν και όχι απαραιτήτως μη αντιμετωπίσιμο. Θα χρειαστεί ωστόσο στρατηγική που θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα σε μακροχρόνια βάση, αλλά και επίπονες παρεμβάσεις στους χώρους που εξακολουθούν να αποτελούν εμπόδια στην ανάπτυξη της χώρας. Και κυρίως να αντιμετωπίζουμε τους Ελληνες ως πολίτες και όχι ως εξαγοράσιμες ψήφους. Γιατί σε αυτή την τελευταία περίπτωση θα έχει χαθεί το παιχνίδι. Ισως όχι οικονομικά, αλλά σίγουρα πολιτικά και κοινωνικά.

Σε κάθε περίπτωση, η Γαλλία μάς θυμίζει τα λόγια του σοφού λατίνου λογίου: «Για σένα μιλάει ο μύθος».

 

"Tο αντισυστημικό 34% και το φιλορωσικό ρεύμα".

Άρθρο του Κώστα Κωστή στην Εφημερίδα "Η Καθημερινή", 24.04.2022


«Μερικές φορές το σημαντικό δεν είναι να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά να τον κατανοήσουμε». Η φράση αυτή, παράφραση αφορισμού του Καρόλου Μαρξ, ανήκει σε έναν σπουδαίο μαρξιστή Bρετανό ιστορικό, τον Eρικ Χόμπσμπαουμ. Μου έρχεται στο μυαλό κάθε πρωί, καθώς τις ώρες αυτές ακούω ραδιόφωνο. Eχω διαπιστώσει, λοιπόν, ότι όλες οι αντισυστημικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί κατά τα τελευταία χρόνια, πολύ δε πιο έντονα μετά την κρίση, προκαλούν συνήθως την έκπληξη πρώτα, τον θυμό στη συνέχεια, την περιφρόνηση και τη λοιδορία στο τέλος.

Ή, με διαφορετικά λόγια, δεν συναντάμε καμιά προσπάθεια να κατανοηθούν οι λόγοι για τους οποίους διατυπώνονται οι απόψεις αυτές, απλά κατακεραυνώνονται όσοι τις εκφράζουν. Aλλωστε είναι πολύ πιο βολικό να απορρίψει κανείς τις αντιλήψεις αυτού του τύπου, προσάπτοντάς τους την απουσία ορθολογισμού ή την αδυναμία κατανόησης της σύγχρονης πραγματικότητας ή, έστω, των τρεχόντων προβλημάτων. Αφάνταστα πιο δύσκολο είναι να προσπαθήσει να καταλάβει κανείς τα αίτια της απήχησής τους και να (αντι)δράσει αναλόγως.

Φοβάμαι, λοιπόν, ότι όσοι ακολουθούν τον δρόμο αυτό –και είναι πολλοί αυτοί– πάσχουν από το ίδιο σύνδρομο με εκείνους που κατηγορούν, δηλαδή από μια αδυναμία κατανόησης της σημερινής ελληνικής (αν και όχι μόνο) πραγματικότητας. Και αυτό το κάνουν στο όνομα ενός ορθολογισμού, που είναι εξίσου ανορθολογικός με εκείνον των «αντιπάλων» τους.

Το φαινόμενο αυτό έγινε, κατά τη γνώμη μου, φανερό στον τρόπο που επιχειρήθηκε να αναλυθεί το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό (34%) των Ελλήνων, ανάμεσα σε έξι ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, που δηλώνει ότι κατανοεί την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία. Στη δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε στο Politico μέσα στον Μάρτιο της τρέχουσας χρονιάς, δεύτερη κατά σειρά μετά την Ελλάδα έρχεται η Ιταλία με 19% και τελευταία η Ισπανία με 9%. Οι διαφορές είναι, από κάθε άποψη, εντυπωσιακές.

Για να διαβάσετε το υπόλοιπο άρθρο, μπορείτε να μεταβείτε εδώ: https://www.kathimerini.gr/opinion/561824677/to-antisystimiko-34-kai-to-filorosiko-reyma/

O Κώστας Κωστής και o Αριστείδης Χατζής συζητούν για την Ελληνική Επανάσταση.

Τρίτη, 19 Απριλίου, στις 19:00


Φιλοξενούμενος του καθηγητή Αριστείδη Χατζή στο μηνιαίο podcast του ΚΕΦίΜ ο ιστορικός Κώστας Κωστής.

Πρεμιέρα τη Μ.Τρίτη 19 Απριλίου 2022 στις 19:00!

Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του ΚΕΦίΜ "200 Χρόνια από τη Φιλελεύθερη Επανάσταση" υλοποιείται με την ευγενική υποστήριξη του John Templeton Foundation. #Ιστορία #Ελλάδα #Επανάσταση #ανεξαρτησία #ελευθερία #1821 #ΑριστείδηςΧατζής #podcast #ΚώσταςΚωστής

Δείτε το video: https://www.youtube.com/watch?v=oeM1T2KYYSE

 

"Αυταπάτη οι προσδοκίες ισχυρής ανάπτυξης χωρίς μεταρρυθμίσεις"

Συνέντευξη του Κώστα Κωστή στο Business Daily με τον Γιάννη Παπαδογιάννη, 11 Απριλίου 2022


Μιλώντας στον κύκλο συνεντεύξεων του Business Daily, ο Κώστας Κωστής υπογράμμισε: 

«Χρειάζεται να γίνουν πολλές μεταρρυθμίσεις, χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε τα βασικά προβλήματα τα οποία έχουμε, παράλληλα χρειάζεται να στοχεύσουμε σε επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας και την αξιοποίηση αυτών των πόρων.

Επομένως από μόνα τους από μόνα τους τα χρήματα του Ταμείου Aνάκαμψης δεν νομίζω ότι λύνουν το πρόβλημα. Θα πρέπει να αποφασίσουμε ότι είναι καιρός να λύσουμε τα προβλήματά μας να αντιμετωπίσουμε τις εμμονές και αγκυλώσεις οι οποίες διακρίνουν και το μυαλό μας και την ελληνική οικονομία.....».

Για να τονίσει στη συνέχεια:

«........Είμαστε απολύτως βολεμένοι όλοι. Μέχρι τη στιγμή που θα νομίζω ότι και αν δεν προχωρήσουν κάποιες ριζοσπαστικές αλλαγές σε ορισμένους τομείς, νομίζω ότι αργά η γρήγορα θα μας συμβεί αυτό που μας συνέβη και το 2010 εκ νέου....».

Για να δείτε το βίντεο της συνέντευξης, μεταβείτε εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=vxgY8rxZYSE

Για να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη, πατήστε εδώ: https://www.businessdaily.gr/synenteyxeis/61301_k-kostis-sto-bd-aytapati-oi-prosdokies-ishyris-anaptyxis-horis-metarrythmiseis

 

"Η μικρασιατική καταστροφή και η διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού κράτους"

Συμμετοχή του Κώστα Κωστή στο Delphi Economic Forum

6 Απριλίου 2022


Κατά την ομιλία του στο 7ο Οικονομικό Forum των Δελφών, στο πλαίσιο της Ενότητας "Η μικρασιατική καταστροφή και η διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού κράτους", ο Κώστας Κωστής ανέφερε:

«Οι ομοιότητες ανάμεσα στις εποχές του μεσοπολέμου και τη σημερινή είναι εντυπωσιακές, καθώς η πορεία του μεσοπολέμου δείχνει από πολλές απόψεις να είναι παράλληλη με την περίοδο που ξεκίνησε με την κρίση των subprimes το 2008 και η οποία εξακολουθεί να εκτυλίσσεται μπροστά μας, χωρίς φυσικά να είμαστε σε θέση να προβλέψουμε την κατάληξη.

Το κοινό σημείο που χαρακτηρίζει τις δύο περιόδους είναι ότι αποτελούν δύο φάσεις αποπαγκοσμιοποίησης σε όλους τους τομείς (οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και στρατιωτικό), η οποία επηρέασε και επηρεάζει, ανάμεσα σε άλλα, τη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους.

Έχουμε δηλαδή και στις δύο περιπτώσεις μείωση των διεθνών οικονομικών δραστηριοτήτων, περιορισμό της επιρροής της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αυξημένη κοινωνική ανισότητα με ότι και αν συνεπάγεται και τέλος χρήση της βίας σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα, μετά από μία πολλά υποσχόμενη περίοδο ειρήνης και ευημερίας.

Βασικό χαρακτηριστικό και των δύο αυτών φάσεων, βασικό πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να επιδιώξουμε να κατανοήσουμε τις επί μέρους αλλαγές, δεν μπορεί φυσικά να είναι άλλο από ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα στο οποίο δεν μπορεί να επιβληθεί μία δύναμη ως ηγέτιδα. Ως εκ τούτου το σύστημα παραμένει ασταθές και απρόβλεπτο...........»

Για να παρακολουθήσετε ολόκληρη την ομιλία, μπορείτε να μεταβείτε εδώ (από το 2:46:55): https://vimeo.com/694544370

 

"Μεγάλες προσδοκίες"

Ομιλία του Κώστα Κωστή στην παρουσίαση του 1ου αργυρού συλλεκτικού νομίσματος της σειράς «Φιλέλληνες», αφιερωμένο στον Λόρδο Βύρωνα.

Τράπεζα της Ελλάδος, Τρίτη 29.3.2022


Η Τράπεζα της Ελλάδος και το Ίδρυμα Εκτύπωσης Τραπεζογραμματίων και Αξιών (ΙΕΤΑ) παρουσίασαν την Τρίτη 29 Μαρτίου 2022 το 1ο αργυρό συλλεκτικό νόμισμα της σειράς «Φιλέλληνες», αφιερωμένο στον Λόρδο Βύρωνα, το οποίο εξέδωσε το Υπουργείο Οικονομικών.     

Την εκδήλωση συντόνισε ο καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστήμιου Αθηνών και Σύμβουλος Διοίκησης της Alpha Bank Κώστας Κωστής.

Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, κατά την έναρξη της παρουσίασης, ανέφερε ότι «η Τράπεζα της Ελλάδος, με αφορμή τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, αποφάσισε να τιμήσει το κίνημα του Φιλελληνισμού, που τόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στην απελευθέρωση της Ελλάδας, εγκαινιάζοντας μια σειρά συλλεκτικών νομισμάτων αφιερωμένη στους Φιλέλληνες. Και βέβαια, το πρώτο τιμώμενο πρόσωπο αυτής της σειράς δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από τον Λόρδο Βύρωνα…."

Στις έννοιες της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας έκανε ιδιαίτερη αναφορά και ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης στη δική του ομιλία.

Κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση ήταν ο καθηγητής Roderick Beaton, Emeritus Koraes Professor of Modern Greek & Byzantine History, Language & Literature, Department of Classics, King’s College London. Η ομιλία του είχε τίτλο: «Νεύρα πολέμου χρυσός» – Η πολιτική οικονομία του Λόρδου Βύρωνα».

Στην ομιλία του ο καθηγητής Κώστας Κωστής αναφέρθηκε στη διαμόρφωση εκ μέρους των  Φιλελλήνων «Μεγάλων Προσδοκιών» για το μέλλον των Ελλήνων, «στις οποίες φυσικά το ελληνικό κράτος δεν ήταν δυνατόν να ανταποκριθεί».

Μαγνητοσκοπημένο μήνυμα απηύθυνε ο Πρόεδρος του Αγγλοελληνικού Συνδέσμου και πρώην Πρέσβης του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ελλάδα John KittmerΤο νόμισμα παρουσίασε ο Διευθυντής του Ιδρύματος Εκτύπωσης Τραπεζογραμματίων και Αξιών (ΙΕΤΑ) της Τράπεζας της Ελλάδος Νικόλαος Βασιλόπουλος.

Δείτε περισσότερα στη σελίδα της ΤτΕ: https://www.bankofgreece.gr/enimerosi/grafeio-typoy/anazhthsh-enhmerwsewn/enhmerwseis?announcement=0959dfc0-1bcd-4cf7-a875-5fb9cdf0ad18

Πού χάθηκαν οι (έλληνες) διανοούμενοι;

Άρθρο του Κώστα Κωστή στο Βήμα (30.01.2022)

 


Το ερώτημα έχει τεθεί επανειλημμένως και εξακολουθεί να τίθεται: που έχουν χαθεί οι Έλληνες διανοούμενοι, γιατί δεν εμφανίζονται να πάρουν θέση στα δύσκολα ζητήματα που ταλανίζουν τη χώρα; Γιατί δεν μιλούν για τα κακώς κείμενα, δεν προτάσσουν το κύρος τους για να ανατρέψουν όσα κρίνονται μη αποδεκτά ή επισφαλή για τη ζωή μας και για τις τύχες της Ελλάδας.

Στην πραγματικότητα βέβαια οι «διανοούμενοι» βρίσκονται πάντα στη θέση τους, μόνο που το περιβάλλον που έδινε την αίγλη και το αντίστοιχο βάρος στις απόψεις τους έχει αλλάξει, με αποτέλεσμα και οι ίδιοι να μην ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές του διανοούμενου της δεκαετίας του 1950 και 1960, της χρυσής δηλαδή εποχή των διανοουμένων. Είναι η εποχή που στη Γαλλία ο Albert Camus εμφανιζόταν να αντιπροσωπεύει το αρχέτυπο του διανοούμενου, με την ανεξαρτησία της σκέψης του, την πολιτική αυτοτέλεια της γνώμης του και την διάθεσή του να μιλάει χωρίς να φοβάται το κόστος των όσων έλεγε.

Και στην Ελλάδα τα πράγματα δεν ήταν διαφορετικά, οι δεκαετίες αυτές, προσδιορισμένες από τη σφοδρή αντίθεση ανάμεσα στην αριστερά και την εθνικοφροσύνη, προσέφεραν το έδαφος για την ανάδειξη σημαντικών προσωπικοτήτων, οι οποίες ήταν σε θέση να ξεφύγουν από τα κοινότοπα διλήμματα και να αρθρώσουν έναν δικό τους ανεξάρτητο λόγο. Δεν έχει σημασία στο σημείο αυτό να πούμε ποιοι ήταν αυτοί – ένα ξεφύλλισμα των Εποχών θα αρκούσε για να τους αναδείξει -  ασφαλώς όμως δεν ήταν εκείνοι που βρίσκονταν εξαρτημένοι από τη μία ή την άλλη πλευρά. Γιατί κάτι τέτοιο αντίκειται στον ίδιο τον ορισμό του διανοούμενου.

Σήμερα, τα δεδομένα έχουν αλλάξει εντελώς. Πρώτα απ’ όλα, η πλήρης εμπορευματοποίηση της επιστήμης και της κουλτούρας δεν μπορούσε να μείνει χωρίς συνέπειες για τη δράση των διανοουμένων. Στις πιο πολλές περιπτώσεις, όσοι παλαιότερα θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την ιδιότητα αυτή δρουν πλέον ως εμπειρογνώμονες των πολιτικών ελίτ. Έτσι, αντί ο λόγος των διανοουμένων να είναι ανεξάρτητος και κριτικός προς τους πολιτικούς, έχει πλέον οδηγηθεί στην υποταγή.

Πιο ειδικά οι πανεπιστημιακοί βρίσκονται μάλλον σε δεινή θέση, καθώς οι ευτελείς αμοιβές, τους εύκολα τους οδηγούν στην εξάρτηση από άλλα συμφέροντα. Θυμίζω ότι μία από τις βασικές προϋποθέσεις για την εμφάνιση της ομάδας των διανοουμένων, όπως ο Εμίλ Ζολά, στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν και η δυνατότητά τους να προσπορίζονται τα προς το ζην έτσι ώστε να μην λογοδοτούν σε κανένα. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει πλέον ή ισχύει σε πολύ μικρή έκταση, έτσι ώστε να είναι άνευ σημασίας.

Κατά δεύτερο λόγο, ένα σημαντικό πρόβλημα των Ελλήνων (αν και όχι μόνο) διανοουμένων ή τουλάχιστον εκείνων που θα ήθελαν να διεκδικήσουν αυτή την ιδιότητα εν τοις πράγμασι, είναι και ο μεγάλος «θόρυβος» που περιβάλλει τις απόψεις που διατυπώνουν. Συνήθως όσοι παραπονιούνται ότι δεν ακούγονται οι διανοούμενοι, στην πραγματικότητα παραπονιούνται γιατί δεν ακούν αυτό θέλουν οι ίδιοι να ακούσουν. Συνάμα,  οποιαδήποτε άποψη ξεπερνάει τον κοινό τόπο, προκαλεί σφοδρές αντιδράσεις στα μέσα μαζικής δικτύωσης, με αποτέλεσμα η άποψη αυτή να χάνεται μέσα στην οχλοβοή. Οι δυνατότητες που είχαν οι διανοούμενοι κάποτε να επηρεάσουν την κοινή γνώμη και να την προσανατολίσουν ασφαλώς δεν υπάρχει πλέον, καθώς υφίστανται όλοι οι μηχανισμοί που μπορούν να εκμηδενίσουν τις «διαφορετικές» και καινοτόμες αντιλήψεις.

Στην Ελλάδα του 2022 μπορείς να ακούγεσαι μόνο αν αναλάβεις τον ρόλο του εθνικού εφησυχαστή, ο οποίος επιδιώκει να τα έχει καλά με όλους μιλώντας στη βάση κοινοτυπιών, που κάνουν το ακροατήριό να αισθάνεται όμορφα. Αντίστοιχες περιπτώσεις είναι εκείνες που παρουσιάζουν απόψεις, οι οποίες προβάλλονται μέσω της στήριξης των κομματικών μηχανισμών, δεξιών ή αριστερών.  

Ωστόσο εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με διανοούμενους, μιας και την ιδιότητα αυτή δεν μπορούν να τη διεκδικήσουν παρά εκείνοι που, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Sartre, «ανακατεύονται σε ότι δεν τους αφορά», εκείνοι που ξεφεύγουν από τους κοινούς τόπους και πολεμούν τα ταμπού. Η κοινωνική ημιμάθεια, ιδίως στη χώρα μας διευκολύνει την έλλειψη ανοχής στις απόψεις όσων έχουν το θάρρος να ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο, να διατυπώσουν γνώμες που ενοχλούν έξω από τις κατεστημένες απόψεις. Άλλωστε η διαμάχη για τις ιδέες ποτέ δεν υπήρξε ένα ισχυρό σημείο στη χώρα μας, ποτέ δεν μπόρεσε να δημιουργηθεί μία παράδοση διανοουμένων.

Αλλά νομίζω ότι υπάρχει μία ακόμη αδυναμία ή δυσκολία προκειμένου να συγκροτηθεί ένας χώρος της διανόησης στη χώρα μας. Η τάση που υπάρχει να καταστρέφεται οτιδήποτε μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία κάποιων ελίτ, στη δική μας περίπτωση ελίτ της διανόησης. Η πολιτική της ισοπέδωσης, ιδίως στην εκπαίδευση, είναι το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα της προσπάθειας που συστηματικά καταβάλλεται από τη μεταπολίτευση και δώθε και που νομίζω ότι έχει κοστίσει πολύ ακριβά στην Ελλάδα. Και όλα αυτά σε μία χώρα που ποτέ δεν είχε μπορέσει να επιδείξει μεγάλες  επιδόσεις στον τομέα αυτό.

 

Τι έμαθα κατά το 2021 για το 1821

Άρθρο του Κώστα Κωστή στα Νέα (08.01.2022, Έντυπη Έκδοση)

Μέρος 'Α


Φαίνεται πως στην Ελλάδα οι σχέσεις μας με την ιστορία δεν είναι τόσο αγαθές, όσο συχνά θέλουμε να πιστεύουμε. Το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕ.ΦΙ.Μ.) πραγματοποίησε μέσα στο 2020, μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δημοσκόπηση σχετικά με το τι γνωρίζουν οι Έλληνες για τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Κατά την διακοσιοστή επέτειο από την έναρξη του, οι Έλληνες παραδέχονται ότι γνωρίζουν ελάχιστα για το  γενεσιουργό γεγονός της ύπαρξής τους και αυτά τα λίγα που ξέρουν τα έχουν μάθει από το σχολείο τους, όπου, όπως το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους παραδέχεται, η διδασκαλία ήταν στην καλύτερη περίπτωση ελλιπής. Ωστόσο, και εδώ νομίζω ότι βρίσκεται το ενδιαφέρον σημείο της έρευνας, οι Έλληνες παρά την παραδοχή ότι λίγα γνωρίζουν για τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, διατηρούν εξαιρετικά ισχυρή άποψη για το τι ακριβώς ήταν αυτό το γεγονός και ποιοι ήσαν οι «καλοί και οι κακοί».

Έτσι, αν και αρχικά μπορεί να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πληθώρα εκδόσεων, ήρθε μέσα στο 2021,  να εμπλουτίσει μία μάλλον πεπαλαιωμένη βιβλιογραφία για τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, η ποιότητά τους βρίσκεται σε ελάχιστη συνάφεια με την ποσότητά τους. Σε μία χώρα, μάλιστα, όπου κανείς δεν τολμάει να διατυπώσει δημόσια την άποψή του και όπου στον τύπο δεν εμφανίζονται ποτέ αρνητικές κριτικές, όλα αυτά τα δημοσιεύματα γέμισαν τα Ένθετα των βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών, χωρίς να υπάρχει καμία στοιχειώδης ιεράρχηση της ποιότητάς τους, της προσφοράς τους στην κατανόηση του Αγώνα, της αξιολόγησης του καινοτόμου ή μη κάθε αφηγηματικής προσπάθειας.

Το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την πλήρη ισοπέδωση, με αποτέλεσμα τα καλά βιβλία, αυτά για τα οποία οι συγγραφείς τους κοπιάσανε  και έχουν κάτι καινούργιο να πουν, να εξισώνονται, στην καλύτερη περίπτωση, με εκείνα που γραφτήκανε στο πόδι και τα οποία μιλούν με βάση τους κοινούς τόπους, αν όχι τις προκαταλήψεις και την άγνοια. Έχουμε υποβαθμίσει την ιστοριογραφία μας στην αναζήτηση απάντησης στο ερώτημα Κολοκοτρώνης ή Μαυροκορδάτος; Προφανώς δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά.

Γνωρίζοντας την ελληνική πιάτσα δεν με εκπλήσσει το γεγονός, χωρίς ωστόσο να παύει να με θυμώνει η ακρισία και η ανευθυνότητα με την οποία γίνονται οι επιλογές για τις βιβλιοπαρουσιάσεις  από τους δημοσιογράφους, αλλά και, ακόμη χειρότερα, τους δημοσιογραφούντες ιστορικούς, που δεν έχουν κάνει καν τον κόπο να διαβάσουν τα βιβλία για τα οποία γράφουν.

Γνωρίζω, επίσης, καλά ότι πολλοί δυσανασχετούν με οποιαδήποτε κριτική αντίληψη περί βιβλιοπαραγωγής διατυπώνεται δημόσια. Λογικό και αυτό καθώς ενδέχεται να φοβούνται ότι κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και στους ίδιους. Λησμονούν ωστόσο ότι διεκδικώντας το δικαίωμα να γράφουν ότι θέλουν, δεν μπορούν να απαγορεύσουν σε όσους το επιθυμούν να κάνουν το ίδιο, δηλαδή να ασκήσουν την κριτική τους.  Πρόσφατα μάλιστα γνωστός «διανοούμενος» μού έκανε δριμύτατα σχόλια για παρατηρήσεις που έκανα δημόσια ως προς τις ελλείψεις της ιστοριογραφίας μας στο πεδίο του Πολέμου της Ανεξαρτησίας. Και τούτο όχι γιατί πίστευε ότι είχα άδικο, αλλά γιατί πίστευε, έτσι τουλάχιστον μού είπε, ότι η προηγούμενη γενιά ιστορικών που ασχολήθηκε με τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας ήταν «καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης», και συνεπώς, συμπεραίνω εγώ, η πρόοδος που έχουμε κάνει είναι σημαντική. Προφανώς στους «καθηγητές» της προηγούμενης γενιάς συμπεριλαμβάνει τους Κ.Θ. Δημαρά, Ν. Σβορώνο και Σπ. Ασδραχά.

Αυτού του τύπου οι αντιλήψεις, που δεν είναι καινοφανείς, το αντίθετο, λησμονούν ότι δουλειά και υποχρέωσή μας ως πανεπιστημιακών δασκάλων είναι να ασκούμε κριτική, να φέρνουμε στην Ελλάδα νέες απόψεις και αντιλήψεις, να ενσωματώνουμε την ελληνική ιστοριογραφική παραγωγή στα διεθνή ρεύματα. Στην αντίθετη περίπτωση, αν σεβαστούμε τις απόψεις των εφησυχαστών «διανοούμενων» δεν κάνουμε καλά τη δουλειά μας. Και δεν θα αποτελούσε παρά απόδειξη της εσωστρέφειας μας η αδυναμία μας να κάνουμε κριτική εκεί που οφείλουμε να την κάνουμε. Στο κάτω κάτω μόνο έτσι αποκτά σημασία μία επιστημονική εργασία.

Ασφαλώς δεν είναι εύκολο να γράψεις για ένα βιβλίο, να το χαρακτηρίσεις ως καλό ή κακό, ή έστω να επισημάνεις τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματά και ενδεχομένως τα σφάλματά του. Μία απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσεις να το αξιολογήσεις είναι να έχεις ασχοληθεί έστω και στοιχειωδώς με το σχετικό θέμα και να μπορείς να το εντάξεις σε ένα ευρύτερο βιβλιογραφικό πλαίσιο τόσο εθνικό όσο και διεθνές. Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να σταθμιστεί η προσφορά ενός συγγραφέα, ενός ερευνητή. Το να εκθειάζεις δε ένα βιβλίο, το οποίο δεν συγκεντρώνει ούτε τα στοιχειώδη προαπαιτούμενα για κάτι τέτοιο, όπως συχνά συμβαίνει, το βρίσκω εγκληματικό απέναντι σε ένα κοινό που τα τελευταία χρόνια έχει δείξει ιδιαίτερη διάθεση να μάθει πράγματα, να συζητήσει σε άλλες βάσεις από ό,τι στο παρελθόν και να ανοίξει τους ορίζοντες του. Και το κοινό αυτό θα στηριχτεί στις προτάσεις, πιο πολύ στις εντυπώσεις που διαμορφώνονται από τον τύπο κάθε είδους.

Επομένως το ζητούμενο πάντοτε είναι να αποσαφηνίσουμε ποια είναι η προστιθέμενη αξία κάθε βιβλίου ή γενικότερα κάθε εργασίας, δηλαδή, τι το καινούργιο μας φέρνει. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί, ενδεχομένως, να μη φέρνει μία καινούργια ανάγνωση της ιστορίας του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, αλλά να αποτελεί ένα καλό βιβλίο για το ευρύ κοινό. Και αυτό είναι πολύτιμο για τα γράμματά μας γιατί ακριβώς δεν έχουμε καλά βιβλία αυτής της κατηγορίας. Σκέφτομαι εδώ τον Ένδοξο Αγώνα του Αριστείδη Χατζή και την Ελληνική Επανάσταση του Mark Mazower. Δεν συμμερίζομαι όλες τις απόψεις τους, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει και οπωσδήποτε θα τα συνιστούσα ενθέρμως ως γενικά εισαγωγικά αναγνώσματα, έντιμα, ευχάριστα όσο και πλούσια, από συγγραφείς που αγαπάνε αυτό που κάνουνε.

Από κει και πέρα δημοσιεύματα Ελλήνων λογοτεχνών, αλλά και Άγγλων φιλολόγων που μετατρέπονται σε ιστορικούς χωρίς να έχουν τα προσόντα και τις γνώσεις ή και βρετανών φιλιστόρων που προσπαθούν, ευκαιρίας δοθείσης με την Επέτειο, να κερδίσουν δημοσιότητα, μόνο θλίψη προκαλούν από την προβολή που αδικαιολόγητα τους δόθηκε, την ίδια στιγμή που «θάβονταν» άλλα άξια για έπαινο δημοσιεύματα. Εδώ έχω στο μυαλό μου τα σπουδαία βιβλία του Β. Γούναρη, της Σ. Λαΐου και του Μ. Σαρηγιάννη που δημοσιεύθηκαν σε μία σειρά του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών ή ακόμη του Λ. Μοίρα και του Σωτήρη Ριζά και φυσικά του Δημήτρη Αρβανιτάκη με τη σπουδαία Αγωγή του Πολίτη του. Κανένα από τα βιβλία αυτά δεν γνώρισε την προβολή που δικαιωματικά του ανήκε αι που δόθηκε αφειδώς σε συγγραφείς και βιβλία που δεν το αξίζανε.

Η πραγματικότητα αυτή δεν μπορούσε παρά να έχει ως αποτέλεσμα μία αμετροέπεια ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Θα αναφέρω τρία παραδείγματα. Πρώτα ένα παράδειγμα που αποδεικνύει την αδυναμία μας να κουβεντιάσουμε με διεθνείς όρους το θεμελιώδες γεγονός της ύπαρξής μας: από τις αρχές του 2021 ή ίσως και νωρίτερα εμφανίστηκαν ορισμένοι συγγραφείς που συμπεριέλαβαν τον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας στις Μεγάλες Επαναστάσεις, την τοποθέτησαν δηλαδή δίπλα στη Γαλλική, τη Ρωσική και την Κινέζικη Επανάσταση. Δεν μπορώ να βρω με ποια λογική συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά πιθανολογώ ότι φαντάστηκαν πως έτσι θα ενισχυόταν το εθνικό μας εγώ, πληγωμένο τα τελευταία χρόνια από τα όσα έχουμε ακούσει για τις αδυναμίες μας. Ωστόσο όταν στη διεθνή βιβλιογραφία χρησιμοποιείται αυτός ο όρος τότε εννοείται κάτι το συγκεκριμένο στο οποίο δεν περιλαμβάνεται η ελληνική περίπτωση. Και τις έννοιες φυσικά δεν τις παρασκευάζουμε, όσο και αν το θέλουμε, κατά τις προτιμήσεις και επιθυμίες μας. Έτσι, όσο φιλότιμα και αν το προσπαθήσουμε ο Ελληνικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας δεν θα μπορούσε να εξομοιωθεί ως προς τη σημασία του με τις πραγματικά Μεγάλες Επαναστάσεις και το να το λέμε μεταξύ μας το πολύ-πολύ να μας κάνει γραφικούς.

Τι έμαθα κατά το 2021 για το 1821

Άρθρο του Κώστα Κωστή στα Νέα (08.01.2022, Έντυπη Έκδοση)

Μέρος 'Β


Κατά τον ίδιο τρόπο μία σειρά ξένων συγγραφέων υποστηρίζουν την εξαιρετική σημασία που είχε ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας για την Παγκόσμια Ιστορία. Πρόκειται για εθνικό θρίαμβο που γίνεται άμεσα αποδεκτός μιας και το λένε ξένοι. Δυσκολεύομαι να δω πώς συμβαίνει κάτι τέτοιο και κυρίως βρίσκω ελάχιστα πειστικά τα επιχειρήματα που προτάσσονται για να στηρίξουν αυτή την άποψη. Ο συλλογισμός μου είναι απλός. Η διεθνής φιλολογία για την περίοδο 1760-1830 είναι εξαιρετικά πλούσια και φυσικά περιλαμβάνει αριστουργήματα της παγκόσμιας ιστοριογραφίας. Πώς ξαφνικά προκύπτει ότι ο Ελληνικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας, στον οποίο ελάχιστη προσοχή έχει δοθεί μέχρι σήμερα, να έχει επηρεάσει τόσο αποφασιστικά το διεθνές περιβάλλον. Το γεγονός ότι ο Enzo Traverso στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Revolution. An Intellectual History, δεν μνημονεύει την Ελλάδα, ενώ το κάνει επανειλημμένως για την Αϊτή μήπως σημαίνει κάτι; Αλλά επίσης και το γεγονός ότι στο πλέον διαδεδομένο πανεπιστημιακό σύγγραμμα για την ιστορία των Επαναστάσεων που επιμελήθηκε ο Jack Goldstone μνημονεύεται ένας μεγάλος αριθμός «επαναστάσεων», όχι όμως και η Ελληνική, μήπως θα έπρεπε να μας κάνει πιο σεμνούς;

Για να κάνουμε λόγο για την παγκόσμια σημασία της Επανάστασης δεν αρκεί να το αναφέρει ένας συγγραφέα, αλλά απαιτούνται εμπειρικά ευρήματα και όχι συναισθηματικές – στην καλύτερη περίπτωση – ακροβασίες. Και αυτά τα εμπειρικά θεμέλια απουσιάζουν, δυστυχώς για τον εθνικό εγωϊσμό μας. Αλλά, θα μου πείτε, ποιος δίνει σημασία σε αυτές τις λεπτομέρειες;

Στις προσεγγίσεις στις οποίες μόλις αναφέρθηκα επανέρχεται το μοτίβο του ελληνικού εξαιρετισμού. Αυτός ο εξαιρετισμός υπάρχει – δεν έχω πρόθεση να τον αμφισβητήσω – με τον ίδιο τρόπο που κάθε εθνική περίπτωση αποτελεί μοναδικότητα. Έτσι και αλλιώς οι ιστορικοί με τη μοναδικότητα, το ειδικό ασχολούνται, αλλά ο γενικός εξαιρετισμός (όρος αντιφατικός εξ ορισμού) οδηγεί τελικά στην εξάλειψή του. Το ζητούμενο είναι να μπορέσουμε, λαμβάνοντας υπόψη τα θεωρητικά υποδείγματα που διεθνώς αναπτύσσονται για τις επαναστάσεις, αλλά και άλλες εθνικές εμπειρίες να κατανοήσουμε σε βάθος τη δική μας περίπτωση. Και δεν το έχουμε πετύχει ακόμη, ή μάλλον βρισκόμαστε μακριά από το να το πετύχουμε γιατί δεν θέλουμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα όλων, ή έστω των περισσότερων, εθνικών  ιστοριογραφιών.

Αν επιμείνουμε στην αναζήτηση του εξαιρετισμού, αν το προσπαθήσουμε πολύ, αν εξειδικεύσουμε σε μεγάλο βαθμό, τότε είναι σίγουρο ότι θα βρούμε κάποια πρωτοπορία που να αντιστοιχεί στην Ελλάδα, αλλά δεν νομίζω ότι θα έχει και ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μία πρωτοπορία θα είχε νόημα μόνο όταν μπορεί να ενταχθεί σε παγκόσμια κλίμακα και ταυτόχρονα να διαθέτουμε τα απαραίτητα θεωρητικά εργαλεία για να την κατανοήσουμε. Μέχρις ότου οικειοποιηθούμε και τις δύο προϋποθέσεις, φοβάμαι ότι ματαιοπονούμε προσπαθώντας να τονώσουμε τον εγωϊσμό μας. Ο Ελληνικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας δεν μπορεί παρά να μελετηθεί στο πλαίσιο ενός Επαναστατικού Κύματος (Revolutionary Wave) για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Μark N. Katz. Στην αντίθετη περίπτωση ματαιοπονούμε.

Το τρίτο παράδειγμα της αδυναμίας μας να κατανοήσουμε τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας έχει έναν καθαρό πολιτικό – για να μην πω κομματικό – χρωματισμό. Το κομμάτι εκείνο των ιστορικών που αυτοπροσδιορίζονται ως ιστορικοί της Αριστεράς υποστηρίζει ότι η κατάκτηση της φετινής χρονιάς δεν ήταν άλλη από την ένταξη της Επανάστασης στον «αιώνα των Επαναστάσεων». Σε πρώτη εντύπωση η διαπίστωση αυτή μού ακούγεται ως δήλωση πολιτικής «υπακοής» ή ένταξης. Αν τώρα αυτό είναι επίτευγμα τότε δεν ξέρω αν πρέπει κανείς να κλάψει ή να γελάσει με την αφέλεια και την κοινοτοπία της διαπίστωσης. Αλλά και για έναν ακόμη λόγο: για το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η συγκεκριμένη μερίδα ιστορικών. Αν η αριστερά μέχρι πριν από όχι πολλά χρόνια πρωτοστατούσε στις ιστορικές σπουδές, τώρα δείχνει μία εκπληκτική αδυναμία να διαμορφώσει τον δικό της λόγο και να προτείνει κάτι ευφυές, ζωντανό και δημιουργικό. Αλλά κάτι τέτοιο είναι συνέπεια της πολιτικής της αδυναμίας και δεν θα ξεπεραστεί παρά μόνο όταν αποκτήσει έναν λόγο που να ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες.

Πάντως ένα κομμάτι της ιστοριογραφίας εξακολουθεί να λειτουργεί με παρωχημένους όρους, δηλαδή κάνοντας λόγο για μία αστική επανάσταση ή ακόμη για μία επανάσταση η οποία είχε ως ερέθισμα την κρίση που ακολούθησε την αποκατάσταση του εμπορίου μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους – αντίληψη που έχει τις ρίζες της στον Ernest Labrousse. Δεν υποστηρίζω ότι δεν έγιναν προσπάθειες να βελτιωθεί αυτή η κατηγορία ερμηνείας, αλλά το μόνο που πετυχαίνει είναι να οδηγεί σε άλλα αδιέξοδα. Η άποψη δηλαδή ότι ναι μεν δεν υπήρχαν αστοί στις περιοχές που θα επαναστατούσαν, αλλά υπάρχει η διασπορά είναι μάλλον ευάλωτη. Κάτι ανάλογο ως επιχείρημα θα ήταν να υποστηρίξουμε ότι η ελληνική ομογένεια σήμερα αποτελεί την  ελληνική αστική τάξη. Αυτό όμως δεν νομίζω ότι το υποστήριξε κανείς και θα ήταν παράλογο να το υποστηρίξει καθώς μία αστική τάξη προσδιορίζεται με βάση έναν εθνικό χώρο πρώτα απ’ όλα. Ο Σπύρος Ασδραχάς έχει μιλήσει για αυτά τα θέματα με μεγάλη ευστοχία.

Η αδυναμία μας να μιλήσουμε για τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας έχει δύο κατά τη γνώμη μου αφετηρίες. Πρώτα την παραγνώριση όλων των σπουδών για τις Επαναστάσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόσφατος τόμος για τις Επαναστάσεις που κυκλοφόρησε ο Μνήμων δεν περιλαμβάνει κανένα κείμενο γραμμένο από τα σημαντικά ονόματα της διεθνούς βιβλιογραφίας [και σπεύδω να υποστηρίξω ότι ο Μ. Vovelle δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία]. Και δεύτερο η ελάχιστη γνώση που έχουν οι Έλληνες ιστορικοί της νεότερης και σύγχρονης περιόδου για την Οθωμανική αυτοκρατορία και τους μετασχηματισμούς που γνωρίζει. Ποιος άραγε έχει αξιοποιήσει τις διατριβές των Sukru Ilicak, Bayraktar Telan και Karabicak; Και όμως μας προσφέρουν μία πολύ ξεχωριστή εικόνα για την Οθωμανική αυτοκρατορία και τη θέση των Ρωμιών στις δεκαετίες που προηγούνται  του Πολέμου της Ανεξαρτησίας.

Αναζητώντας τις ρίζες του Πολέμου της Ανεξαρτησίας δεν μπορούμε παρά να τις βρούμε στους τρόπους που μετασχηματίζεται η Οθωμανική αυτοκρατορία. Η λογική, που πρώτος διακήρυξε ο Κοραής και ακολούθησαν όλοι οι ιστορικοί της Επανάστασης, ότι δηλαδή οι Έλληνες ανέρχονται μέσω του εμπορίου και του διαφωτισμού τη στιγμή που οι Οθωμανοί παρακμάζουν είναι εξαιρετικά φτωχή και αδύναμη και δεν ανταποκρίνεται στις γνώσεις μας για την Οθωμανική αυτοκρατορία. Αυτή τη στιγμή διαθέτουμε μια πολύ καλή ομάδα οθωμανολόγων που μας φέρνει σε επαφή με έγγραφα που ήταν απρόσιτα πριν από λίγα μόλις χρόνια, αλλά και μία αγγλόφωνη βιβλιογραφία για την Οθωμανική αυτοκρατορία που αδικαιολόγητα παραγνωρίζεται.

Για να συνοψίσω. Αυτά που έμαθα μέσα στη χρονιά που πέρασε για τον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας δεν ανταποκρίνονται ασφαλώς στον όγκο της παραγωγής και των εκδηλώσεων που έγιναν. Η ελληνική ιστοριογραφία, για τα νεότερα και σύγχρονα χρόνια, εξακολουθεί να παραμένει μία ιστοριογραφία της παρέας, εσωστρεφής και με περιορισμένες επαφές με τις διεθνείς τάσεις. Αντιθέτως από την πλευρά της Οθωμανικής ιστορίας έρχονται πολλά νέα πράγματα για να κατανοήσουμε καλύτερα την Επανάσταση και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά: Αν δεν κατανοήσουμε την Οθωμανική αυτοκρατορία δεν θα κατανοήσουμε και τον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Τα περί global history τα ακούω ως εκ του περισσού.

Με σιωπές δεν χτίζεται η σοσιαλδημοκρατία

Άρθρο του Κώστα Κωστή στα Νέα (18.12.2021, Έντυπη Έκδοση)

ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ: Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ


Η συζήτηση γύρω από την εκλογή του νέου αρχηγού του Κινήματος Αλλαγής Νίκου Ανδρουλάκη δεν έκρυβε κάποια έκπληξη. Στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της αφορούσε τις αλλαγές στις εγχώριες εκλογικές ισορροπίες που είναι δυνατόν να φέρει και την απειλή που μπορεί να αποτελέσει για τη μονοκρατορία του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας. Λογικό να συμβεί κάτι τέτοιο καθώς αυτές είναι οι θεματικές που ενδιαφέρουν τη δημοσιογραφία, αλλά και τους ψηφοφόρους.

Πολύ μικρότερη σημασία έχει δοθεί στις φιλοδοξίες του ίδιου του αρχηγού να μετατρέψει το Κίνημα Αλλαγής ή το Πα.Σο.Κ. – οποιοδήποτε όνομα και αν επιλεγεί τελικά – σε σοσιαλδημοκρατικό. Η φιλοδοξία του είναι δικαιολογημένη διότι αν το Κιν.Αλ. εξακολουθήσει να κινείται στο ίδιο μήκος κύματος, όπως μέχρι τώρα, τα περιθώρια ανάπτυξής του θα είναι πεπερασμένα. Απαιτείται αλλαγή πλεύσης επειγόντως. Αυτό νομίζω ότι είναι σαφές και στον ίδιο αλλά και στο περιβάλλον του, από όσο είμαι σε θέση να καταλάβω.

Οι δυσκολίες ωστόσο αρχίζουν από τη στιγμή που αρχίζουν οι συζητήσεις για το πώς θα γίνει η μετάβαση σε κόμμα σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Η αναφορά σε κάποια κοινωνικά προβλήματα, όσο κρίσιμα και σημαντικά και αν είναι, δεν είναι αρκετή, ούτε επίσης η διαπίστωση ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μπόρεσαν να ανακάμψουν εκλογικά πρόσφατα γιατί μπόρεσαν να γίνουν «χρήσιμα». Ο Νίκος Ανδρουλάκης φαίνεται να πιστεύει ότι η σοσιαλδημοκρατία διαθέτει κάποια θαυματουργά «εργαλεία» που κανείς άλλος δεν έχει στη διάθεση του.

Όλα αυτά, φοβάμαι ότι δεν αρκούν. Σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποίησης τα εργαλεία είναι δεδομένα και όχι πολύ ευέλικτα. Θα θυμίσω μόνο ότι ο Σόλτς, την εκλογή του οποίου στην καγκελαρία επικαλούνται οι οπαδοί του Νίκου Ανδρουλάκη, έχει αποκληθεί ο αρσενικός Μέρκελ και ότι η άνοδος του στην καγκελαρία οφείλεται πιο πολύ στην κούραση των Γερμανών ψηφοφόρων μετά από 16 χρόνια Χριστιανοδημοκρατίας, παρά στις ρηξικέλευθες και εναλλακτικές πολιτικές που (δεν) πρότεινε.

Το πρόβλημα της σοσιαλδημοκρατίας τις τελευταίες δεκαετίες δεν ήταν άλλο από την αδυναμία της να προτείνει ένα πρόγραμμα το οποίο θα μπορούσε να τη διαφοροποιήσει από την κεντροδεξιά. Θυμίζω ότι η πολιτική της υπεράσπισης του κοινωνικού κράτους υιοθετήθηκε και από τους Χριστιανοδημοκράτες και η Μέρκελ, παρά τα όσα περί νεοφιλελευθερισμού της έχουν προσάψει, έκανε ότι ήταν δυνατόν για να το υπερασπιστεί.

Στην ελληνική περίπτωση το ερώτημα είναι πώς μία κυβέρνηση, ένα κόμμα θα ακολουθήσει μία κοινωνική πολιτική η οποία μέχρι τώρα ασκήθηκε με δανεικά, πώς θα ικανοποιήσει τον δυσανάλογα με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη μεγάλο αριθμό αυτοαπασχολούμενων – τους πάλαι ποτε μικρομεσαίους του Πα.Σο.Κ. – με ένα δημόσιο χρέος που ξεπερνάει κάθε φαντασία, πώς θα ικανοποιήσει τους οικονομικά ενεργούς πολίτες οι οποίοι δουλεύουν για να πληρώνονται συντάξεις που οι ίδιοι δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποκτήσουν, ή συνταξιούχους που θεωρούν ότι δικαιούνται συνεχή υποστήριξη ακόμη και αν δεν έχουν πληρώσει ποτέ εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Πώς, τέλος, θα πείσει τους νέους να επιστρέψουν από το εξωτερικό με τις εξευτελιστικές αμοιβές, αλλά και τις αναξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας που προσφέρει. Και όλα αυτά, όπως ήδη ανέφερα, σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για «μαγκιές». Η Νέα Δημοκρατία, στις έκτακτες συνθήκες που ζούμε έχει δώσει και με το παραπάνω ότι ήταν να δοθεί και το ερώτημα είναι σε φυσιολογικές συνθήκες τι και πώς μπορείς να δώσεις.

Τα προβλήματα αυτά είναι λίγα μόνο από εκείνα που χαρακτηρίζουν το ελληνικό κράτος, ίσως το πιο κοινωνικά άδικο κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με όλους τους σχετικούς δείκτες. Πρόκειται για προβλήματα στα οποία το Πα.Σο.Κ. συνέβαλε τα μάλα να διαμορφωθούν. Και αυτό για να ικανοποιήσει την εκλογική πελατεία του. Πώς τώρα θα αλλάξει πορεία, πώς θα υιοθετήσει σκληρές πολιτικές που είναι αναγκαίες για να υλοποιηθούν ακόμη και στοιχειώδεις μεταρρυθμίσεις με μία πολιτική κουλτούρα που ασφαλώς δεν ταιριάζει σε σοσιαλδημοκράτες, αυτό παραμένει ένα ερώτημα.

Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις, οι οποίες για να αντιμετωπιστούν απαιτείται αποσαφήνιση των στόχων, πολιτική συνέχεια και στοιχειώδης συνοχή και συνεργασία για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Οι σοσιαλδημοκράτες στην κουλτούρα τους έχουν και τη συνεργασία με άλλα κόμματα για τη διακυβέρνηση των χωρών τους και όχι μόνο σε συνθήκες κρίσης. Κάτι τέτοιο συμπεριλαμβάνεται άραγε στις προθέσεις του νέου αρχηγού του Κιν.Αλ.;

Ας διευκρινίσω ότι εύχομαι ο Νίκος Ανδρουλάκης να τα καταφέρει, να ξεπεράσει όλα τα προβλήματα και να πετύχει τους στόχους  του, αλλά με ευχές, με γενικές αναφορές και με αφορισμούς δεν λύνονται τα προβλήματα. Πολύ περισσότερο δεν λύνονται τα προβλήματα με τη σιωπή, η οποία όσο και αν λειτουργεί ευνοϊκά βραχυπρόθεσμα, μπορεί σύντομα να δείξει ότι ο «βασιλιάς είναι γυμνός».

Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έχει πίσω της μία πολύ μεγάλη παράδοση και αντανακλά κοινωνικές δομές που σε καμία περίπτωση δεν έχουν σχέση την ελληνική. Πέραν τούτου και το Πα.Σο.Κ. υπήρξε ένα δημιούργημα μιας εποχής που την υπηρέτησε με αφοσίωση και μπόρεσε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της δημιουργώντας μία παράδοση, η οποία πόρρω απέχει από τη σοσιαλδημοκρατική. Πέραν δε τούτου δεν μπορώ να δω ποια είναι η αλλαγή εκείνη στον χώρο που αποτελεί τη δυνητική δεξαμενή ψηφοφόρων του Κιν.Αλ. που θα επιτρέψει τον μετασχηματισμό του σε ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Ο κόσμος έχει αλλάξει, όσο και αν αυτό στην Ελλάδα δεν το έχουμε καταλάβει πλήρως, και φοβάμαι ότι η επίκληση της σοσιαλδημοκρατίας ως ένα μοντέλο πολιτικής πρακτικής και ιδεολογίας φαντάζει ξεπερασμένο. Αλλά σε κάθε περίπτωση η ελληνική σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί να χτιστεί με σιωπές.

To τέλος του Δυτικού Κόσμου και οι οπαδοί της «δημοκρατορίας»

Συνέντευξη στην Κατερίνα Ανέστη, 4.11.2020, για το “iefimerida.gr”, φωτογραφία: creative/iefimerida


Η καθολική αποτυχία των δημοσκοπήσεων να προβλέψουν το αποτέλεσμα στις αμερικανικές εκλογές 2020 υπογραμμίζει την αδυναμία μας να κατανοήσουμε τις διεργασίες που πραγματοποιούνται στις κοινωνίες μας με βάση τα εργαλεία που έχουμε σήμερα, με ό,τι και αν κάτι τέτοιο συνεπάγεται, σημειώνει ο Κώστας Κωστής.

Μια σειρά σύντομων, ψύχραιμων άρθρων, ως ένα καρδιογράφημα όσων συμβαίνουν στις ΗΠΑ και των κραδασμών που στέλνουν σε όλο τον πλανήτη παρουσιάζει το iefimerida.gr, λίγες ώρες μετά τις δηλώσεις Τραμπ για προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και με το εκλογικό αποτέλεσμα εξαιρετικά αμφίρροπο. Ο Κώστας Κωστής, καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο ΕΚΠΑ, γράφει ότι το αποτέλεσμα των εκλογών στις ΗΠΑ, ανεξαρτήτως του τελικού νικητή, οριστικοποιεί τη στροφή του Δυτικού Κόσμου προς το τέλος του, όπως τουλάχιστον το γνωρίζαμε.

«Το αποτέλεσμα των εκλογών, ανεξαρτήτως του ποιος θα είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ για την επόμενη τετραετία, υποδεικνύει ότι η κοινωνική βαρύτητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας έχει περιοριστεί και ότι η διαδικασία της απο-παγκοσμιοποίησης συνεχίζει ακάθεκτη το έργο της και στον τομέα της πολιτικής.

Μια διχασμένη χώρα όπως είναι οι ΗΠΑ, με, θεωρητικά, κραταιούς δημοκρατικούς θεσμούς, κυβερνήθηκαν ήδη εδώ και μία τετραετία από έναν πολέμιο των θεσμών αυτών (ή στην καλύτερη περίπτωση από κάποιον που τους αμφισβητούσε), ο οποίος, και στην περίπτωση που δεν εκλεγεί, επιβραβεύεται ακόμη και από ψηφοφόρους που τους θεωρούσαμε, εξ ορισμού, εχθρικούς προς το πρόσωπό του (γυναίκες, Λατινοαμερικάνοι και Αφροαμερικάνοι)...

Για να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη, μεταβείτε στον σύνδεσμο:

https://www.iefimerida.gr/kosmos/kostas-kostis-amerikanikes-ekloges-dytikos-kosmos

 

Κύκλος Ιδεών: «Εργαστήριον η Ελλάς» - Θεσμοί και καταστάσεις που δοκιμάστηκαν στην Ελλάδα από την Παλιγγενεσία έως τις ημέρες μας - On line Συνέδριο, 2-4 Νοεμβρίου 2020

Δευτέρα, 2 Νοεμβρίου 2020: Κεντρικός ομιλητής - Κώστας Κωστής


Στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας 1821-2021, ο Κύκλος Ιδεών διοργάνωσε διεθνές τριήμερο συνέδριο για την επέτειο των 200 ετών από την Παλιγγενεσία του 1821, στις 2-4 Νοεμβρίου 2020, με θέμα: «Εργαστήριον η Ελλάς»: Θεσμοί και καταστάσεις που δοκιμάστηκαν στην Ελλάδα από την Παλιγγενεσία έως τις ημέρες μας.

Το Συνέδριο πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά λόγω των υγειονομικών περιορισμών.

Αντικείμενο του συνεδρίου είναι  η Ελλάδα 1821-2021 ως «εργαστήριο» στο οποίο δοκιμάζονται θεωρίες, έννοιες, θεσμοί  και καταστάσεις η εφαρμογή των οποίων επεκτείνεται στη συνέχεια σε άλλες χώρες. 

  • Δευτέρα, 2 Νοεμβρίου 2020

Κώστας Κωστής -Κεντρικός ομιλητής

Εάν επιθυμείτε να παρακολουθήσετε την ομιλία, μεταβείτε στον σύνδεσμο:

https://vimeo.com/475394082

Προκειμένου να παρακολουθήσετε τις εργασίες ολόκληρου του Συνεδρίου, μεταβείτε στον σύνδεσμο:

https://ekyklos.gr/ergastirion-i-ellas-thesmoi-kai-katastaseis-pou-dokimastikan-stin-ellada-apo-tin-paliggenesia-eos-tis-imeres-mas.html?fbclid=IwAR33Up8iCWaBnPfphOPgfLVUtSXOJpb5X2P58aFPFf9h_mqfPlRvCY89MBQ

 

Οι Έλληνες είμαστε οι «ταλαιπωρημένοι» της Ιστορίας -Χρειάζονται 10 χρόνια για να ορθοποδήσουμε

Συνέντευξη στην Κατερίνα Ανέστη, 15.6.2020, για το “iefimerida.gr”


Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, λέει o ιστορικός Κώστας Κωστής σε μια ανατρεπτική συνέντευξη. Διαβεβαιώνει ότι δεν πιστεύει σε ήρωες, τονίζει ότι η μεμψιμοιρία που έχουμε δεν μας ταιριάζει, επισημαίνει ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη από rebranding και από μια επανάσταση στον τρόπο της σκέψης.

O εορτασμός των 200 χρόνων από το 1821 είναι η ευκαιρία για να κάνει η Ελλάδα το rebranding που έχει ανάγκη λέει στο iefimerida ο Κώστας Κωστής, καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, το τελευταίο βιβλίο του οποίου έχει τίτλο «O πλούτος της Ελλάδας» (εκδόσεις Πατάκη).

Επισημαίνει ότι η Ελλάδα χρειάζεται σχεδόν μια δεκαετία μεταρρυθμίσεων για να σταθεί στα πόδια της, σχολιάζει την «ηρωολατρεία» που μας χαρακτηρίζει ως χώρα και «τη δίκη προθέσεων» που γίνεται για το Ελλάδα 2021:

“Σκεφτόμουν ότι ενώ ως τώρα οι «ειδικοί» στους οποίους στρεφόμασταν κυρίως για απαντήσεις ήταν οι ψυχολόγοι ή οι οικονομολόγοι, με όσα συμβαίνουν στρεφόμαστε πλέον στους ιστορικούς ζητώντας απαντήσεις, εξηγήσεις, ακόμα και λύσεις”.

Είναι κάτι στον μάγο της φυλής σε άλλους πολιτισμούς. Ξέρετε, υπάρχει μια παρεξήγηση ως προς το τι είναι σε θέση να κάνει ένας ιστορικός. Ναι, η Ιστορία συνδέει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, όμως φοβάμαι ότι ο ιστορικός δεν είναι σε θέση να δώσει τις απαντήσεις που προσδοκούν αρκετοί…

Για να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη, μεταβείτε στον σύνδεσμο: https://www.iefimerida.gr/ellada/kostas-kostis-synenteyxi-1821-iroes-istoria

 

Οι πανδημίες στην ιστορία (14ος-21ος αιώνας), από την πανώλη στον κορωνoϊό.

Κώστας Κωστής, Διάλεξη, SNFCC Stavros Niarchos Foundation Cultural Center, 8.5.2020

 


Δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητήσει κανείς τη σημασία που είχαν για την ανθρώπινη ιστορία οι μεγάλες επιδημίες ή πανδημίες. Τον 14ο αιώνα, η σημαντικότερη ίσως πανδημία που έχει καταγραφεί ποτέ, η βουβωνική πανώλη, γνωστή και ως «μαύρος θάνατος», σκοτώνει το ένα τρίτο και κατ’ άλλους το μισό του πληθυσμού της Ευρώπης οδηγώντας σε βαθύτατες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Για την ισπανική γρίπη το 1918 οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για σχεδόν 20 εκατομμύρια θύματα. Η σημερινή πανδημία του κορωνοϊού προκαλεί πολύ σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές αναταράξεις και ανακατατάξεις. Οι μεγάλες επιδημίες φαίνεται να έχουν σημαδέψει την ανθρώπινη ιστορία.

Σε ποια έκταση όμως ισχύει πραγματικά κάτι τέτοιο; Πώς μπορούμε να μελετήσουμε ιστορικά το επιδημικό φαινόμενο, τις επιπτώσεις του στον άνθρωπο και να κατανοήσουμε τις αντιδράσεις του ανθρώπου απέναντί του; Ποιες είναι οι επιδράσεις που μπορεί να ασκήσει στην οικονομία, την κοινωνία αλλά και την πολιτική ζωή ενός τόπου, μιας χώρας; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα στα οποία θα επιχειρήσει να δώσει απαντήσεις η ομιλία του Κώστα Κωστή, διακεκριμένου ιστορικού, που έχει ασχοληθεί σε μεγάλη έκταση και βάθος με το φαινόμενο αυτό, δημοσιεύοντας ήδη το 1995 το έργο του «Στον καιρό της πανώλης. Εικόνες από τις κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου, 14ος – 19ος αιώνας»

Μπορείτε να παρακολουθήσετε τη διάλεξη στον σύνδεσμο:

https://www.youtube.com/watch?v=F4BI8j-cjTs&feature=share&fbclid=IwAR3GT5wVJ9ApZ9Byyx5It5xwRL9hwSrxvXw2GKbgyBvhnw3e5iqa16QZvtU

«Τα καλά νέα και τα κακά νέα» - Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Lifo, 10.5.2020

Το πλήγμα που θα δεχτεί η οικονομία μας θα είναι μεγάλο και δεν θα εκδηλωθεί απαραιτήτως άμεσα. Μια οικονομία με πολύ μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων και πολλές μικρές επιχειρήσεις που επιβίωναν οριακά δεν μπορεί παρά να θρηνήσει πολλά «θύματα».


ΑΣ ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ ΑΠΟ τα καλά νέα. Ναι, δεν είναι ψέμα, η Ελλάδα μπόρεσε να αντιμετωπίσει ιδιαιτέρως αποτελεσματικά, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, μια κρίση που οδήγησε δοκιμασμένες δημόσιες διοικήσεις κρατών, τα οποία χρησιμοποιούμε συνήθως ως υποδείγματα, σε πλήρη αποτυχία, αν όχι αποδιάρθρωση. Πολλές είναι οι εξηγήσεις που δόθηκαν. Ορισμένοι υποστήριξαν, επί παραδείγματι, ότι ο φόβος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πειθαρχία που έδειξε ο ελληνικός πληθυσμός, αλλά πολύ εύκολα μπορεί κανείς να ανατρέψει αυτόν τον ισχυρισμό: γιατί οι άλλοι Ευρωπαίοι –αν μείνουμε μόνο σε αυτούς– φοβούνται λιγότερο και αυτό τους καθιστά πιο ευάλωτους; Αρκεί ο φόβος για να μειωθούν τα κρούσματα; Ασφαλώς, όχι. Στην Ελλάδα έχουμε να κάνουμε με μια επιτυχία την οποία θα απέδιδα προσωπικά στον πρωθυπουργό και στην ομάδα που είχε και εξακολουθεί να έχει γύρω του. 

Πιο αναλυτικά τώρα: η ομάδα αυτή μπόρεσε να αντιληφθεί άμεσα την έκταση του προβλήματος, να πάρει μέτρα πολύ γρήγορα και επίσης να ενημερώσει αποτελεσματικά και να πείσει τους πολίτες για το πρόβλημα. Το γεγονός ότι τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν ήταν οριζόντια και κατασταλτικού χαρακτήρα ασφαλώς διευκόλυνε πολύ το έργο τους, το οποίο όμως και έτσι δεν ήταν εύκολο. Μας έπεισαν, κάτι που δεν πρέπει να θεωρήσουμε αυτονόητο, ότι στη χώρα αυτή είναι δυνατόν να γίνουν πράγματα και τα πράγματα αυτά να τα κάνουμε εμείς.

Ωστόσο, εδώ ελλοχεύει η αμετροέπεια που εύκολα καλλιεργείται στη χώρα μας, ως επί το πλείστον από τους δημοσιογράφους: είμαστε καλύτεροι απ' όλους, τα καταφέραμε καλύτερα, γράφει για μας ευνοϊκά ο ξένος Τύπος. Εδώ λειτουργεί το σύμπλεγμα κατωτερότητας που μας καταδιώκει χωρίς κανένα έλεος και που εκδηλώνεται στο ελάχιστο εγκώμιο μιας ξένης εφημερίδας, ενός ξένου site, μιας προσωπικότητας. Διότι είναι επιπόλαιο να βιαστούμε και να βγάλουμε πρόωρα συμπεράσματα, όπως συνήθως κάνουμε. Μια χώρα, ένα κράτος, μια δημόσια διοίκηση, δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη, χρειάζεται επίπονη προσπάθεια μακράς διαρκείας και αυτό όλοι το γνωρίζουν. Αν στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση τα πράγματα πάνε λιγότερο καλά απ' όσο προσδοκούμε, τι θα πούμε; Ότι οι άνθρωποι που μας προστάτευσαν μέχρι σήμερα έγιναν ξαφνικά άχρηστοι;

Η επίκληση, πάλι, της δημιουργίας ενός national brand name που θα βοηθήσει την Ελλάδα να αποκαταστήσει την τουριστική αξιοπιστία της, αλλά και να προσελκύσει επενδύσεις (όλα αυτά ακούστηκαν από υπουργούς της κυβέρνησης), είναι επιπολαιότητες. Ένα brand name θέλει χρόνο και μεγάλη δοκιμασία για να διαμορφωθεί και, σύμφωνα με έναν κανόνα που χρησιμοποιείται από όλους τους ειδικούς των δημοσίων σχέσεων, πολύ δύσκολα σχηματίζεται, αλλά πολύ εύκολα καταστρέφεται. Εξάλλου, δεν μπορείς να έχεις ένα καλό brand name στον τουρισμό και να υστερείς σε όλους τους άλλους τομείς. Πέρα, δε, από αυτό, ο τουρισμός, για να υπάρξει, δεν απαιτεί μόνο ένα καλό brand name, που μάλλον το είχαμε και πριν από την πανδημία, αλλά και ανοιχτά σύνορα, που μάλλον δεν θα έχουμε.....

Για να διαβάσετε τη συνέχεια του άρθρου, μπορείτε να μεταφερθείτε στον σύνδεσμο: ttps://www.lifo.gr/articles/opinions/281374/ta-kala-nea-kai-ta-kaka-nea

 

Η Επέτειος του Πολέμου της Ανεξαρτησίας , Μέρος Ά

Άρθρο που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «Τα Νέα», σε δύο μέρη

Σαββατοκύριακο 4-5 Απριλίου 2020

 


Έγκλειστοι στα σπίτια μας και ακριβώς ένα χρόνο πριν από την επέτειο της έναρξης του Πολέμου της Ανεξαρτησίας είναι ευκαιρία να ανακεφαλαιώσουμε όσα έχουν λεχθεί και προταθεί γύρω από το ζήτημα του εορτασμού. Δεν είναι μυστικό ότι σε κάθε χωριό, κωμόπολη και πόλη προετοιμάζονται εκδηλώσεις που θα δείξουν την ιδιαίτερη συμβολή κάθε τόπου στην ελληνική επανάσταση, ενώ το ίδιο ισχύει και για τους οργανισμούς, τα ιδρύματα ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα. Παράλληλα οι συζητήσεις, επιστημονικές και μη, για συναφή θέματα αυξάνονται με ταχύτατο ρυθμό. Μάλιστα αν δεν είχαμε την εμπειρία του κορωναϊού, το πρώτο διεθνές συνέδριο για την Επανάσταση θα είχε ήδη πραγματοποιηθεί, οργανωμένο από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Τέλος, επιτροπές και παραεπιτροπές συστήνονται για να προγραμματίσουν και συντονίσουν εκδηλώσεις, ενώ μεγάλες εκθέσεις κάθε είδους βρίσκονται ήδη στα σκαριά στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Πολύ φυσιολογικά όλα αυτά θα μού πείτε και θα συμφωνήσω, αλλά για αυτόν ακριβώς το λόγο ίσως να αξίζει τον κόπο να επωφεληθούμε, όπως είπα, της ανάπαυλας του υποχρεωτικού εγκλεισμού και να αναζητήσουμε τις βασικές τάσεις που χαρακτηρίζουν όλη αυτήν την προετοιμασία για τον εορτασμό του 1821. Διότι εύκολα θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει κάποια μοτίβα που έρχονται και επανέρχονται στις συζητήσεις και εκδηλώσεις που προετοιμάζονται. Θα προσπαθήσω λοιπόν να ομαδοποιήσω τα μοτίβα αυτά σε ευρύτερες ενότητες και να τα σχολιάσω.

Η πρώτη μεγάλη ενότητα που μπορεί να εντοπίσει κανείς αφορά το περιεχόμενο του εορτασμού του 1821. Τι ακριβώς αντιπροσωπεύει τι γιορτάζουμε. Οι απόψεις είναι πολλές και διίστανται. Μένω στις πιο σημαντικές από αυτές. Πολλοί καθόλα αξιόλογοι σχολιαστές θεωρούν ότι οι εορτασμοί για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 αποτελούν την ευκαιρία να αναστοχαστούμε το παρελθόν μας, να αναζητήσουμε την εθνική αυτογνωσία μας. Οι σκέψεις αυτές μού θυμίζουν τον εαυτό μου που για σαράντα χρόνια ορκιζόμουνα ότι θα κόψω το τσιγάρο στις απαρχές κάθε νέου  έτους. Ποτέ δεν τα κατάφερα με τη θέλησή μου, αλλά στο τέλος το έκοψα γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς… Ή, με άλλα λόγια, μια χώρα που ποτέ δεν είχε το θάρρος να συζητήσει σοβαρά τα ζητήματα που άπτονται θεμελιωδών στοιχείων της ύπαρξής της, για ποιο λόγο θα το έκανε με την ευκαιρία μιας επετείου όσο σημαντικής και να είναι; Δεν το καταφέραμε στη διάρκεια δέκα χρόνων που κράτησε η κρίση, η οποία έθεσε σε αμφισβήτηση κάθε στερεότυπο της κοινωνικής μας πραγματικότητας και θα το κάνουμε τώρα; Ίσως να συμβεί αλλά μόνο εξαιτίας του κορωναϊού και του προσφυγικού, ασφαλώς όχι λόγω της επετείου. Μία τέτοια σκέψη μού φαίνεται εξαιρετικά αφελής.

Μία δεύτερη πλευρά στην προσπάθεια εντοπισμού του τι ακριβώς θα γιορτάσουμε το 2021 είναι διαφορετικού χαρακτήρα. Ορισμένοι ιστορικοί υποδεικνύουν ότι αυτό που γιορτάζουμε δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από την ύπαρξή μας, όπως διαμορφώθηκε μέσα από μία διαδικασία που ανάγεται στην Επανάσταση. Αντιστρόφως, άλλοι, στην προσπάθειά τους να πουν κάτι διαφορετικό προτείνουν να μην εορτάζουμε την Επανάσταση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους από κοινού γιατί πρόκειται για δύο διακριτά γεγονότα. Πρόκειται για δύο διαφορετικές αναγνώσεις του ίδιου φαινομένου. Τέτοιες αντιθέσεις θα συναντήσουμε στο μέλλον πολλές γιατί ο κάθε ένας από εμάς δίνει το δικό του περιεχόμενο στον εορτασμό της Επανάστασης, όπως καλή ώρα έκαναν και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της για τη συμμετοχή τους σε αυτήν. Όπως και να το κάνουμε η ιστορία, με μικρό ή μεγάλο ι, είναι πεδίο κατεξοχήν πολιτικό και θα παραμείνει, όσες προσπάθειες και να γίνουν για να υποστηριχθεί το αντίθετο από τους πιο «πολιτικοποιημένους» ιστορικούς.

Φοβάμαι μόνο ότι υπάρχει μία διαφορά ανάμεσα στο περιεχόμενο που δίνουμε στον εορτασμό και στον τρόπο που οι ιστορικοί κατανοούν την Επανάσταση. Όλα τα πολιτικά καθεστώτα και η δημοκρατία ανάμεσα σε αυτά, αναζητούν τις ευκαιρίες για να γιορτάσουν την πραγματική ή υποθετική ενότητά τους. Και ορθά πράττουν γιατί χρειάζονται αυτές οι εκδηλώσεις μέσα από τις οποίες ενισχύεται μία εθνική ταυτότητα. Ευτυχώς δεν έχουμε περάσει σε ένα διαφορετικό κοινωνικό καθεστώς για να γιορτάσουμε κάτι άλλο, ένα διαφορετικό σύμβολο ή μια ηγετική προσωπικότητα. Εκείνο που χρειάζεται είναι στοιχειωδώς καλή αισθητική, μέτρο και να αποφύγουμε την προσπάθεια χρωματισμού του φαινομένου με την «ιστορική ορθότητα» που είναι διαφορετική για κάθε έναν από εμάς και η οποία δεν προσφέρει τίποτα και δεν δημιουργεί παρά τις προϋποθέσεις για άγονες συζητήσεις. Μπορούμε να διατηρήσουμε τις απόψεις μας, που τελικά μικρή σημασία έχουν. Θα επανέλθω όμως στο σημείο αυτό την επόμενη βδομάδα.

Η δεύτερη πτυχή της ανακεφαλαίωσης που επιχειρώ αφορά το γνωστικό κομμάτι, δηλαδή τι ακριβώς γνωρίζουμε και τι μπορούμε να μάθουμε για τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας με αφορμή την επέτειό του. Ας θυμίσω λοιπόν ότι η ιστορία της Επανάστασης αποτελεί ένα από τα πλέον παραγνωρισμένα αντικείμενα της σύγχρονης – δηλαδή μετά το 1974 - ιστοριογραφίας μας και κατ’ επέκταση οι αναγνώσεις του φαινομένου βρίσκονται σε αντίστοιχο επίπεδο, όσο και αν έγιναν κάποιες φιλότιμες πλην όμως μεμονωμένες προσπάθειες για κάτι καλύτερο. Δεν έχω ακριβώς υπόψη μου αλλά από το λίγο που γνωρίζω σε ελάχιστα Τμήματα Ιστορίας υπήρχε συστηματική διδασκαλία της Ιστορίας της Επανάστασης, ενώ και τα σχετικά πρόσφατα δημοσιεύματα για το θέμα δεν θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι αφθονούν.

Κατά τη γνώμη μου δύο είναι τα χαρακτηριστικά της ιστοριογραφίας για την Επανάσταση έτσι όπως έχει διαμορφωθεί: καμία επαφή με τη διεθνή βιβλιογραφία για τις Επαναστάσεις – αυτή τη στιγμή γίνεται λόγος για την 5η γενιά των θεωριών της Επανάστασης - και ως αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας εξακολουθούμε και διαβάζουμε την Επανάσταση με τους όρους του Κοραή: δηλαδή ως μία οικονομική και πνευματική άνοδο των Ρωμιών σε μία στάσιμη ή παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το τι συνέβαινε στην Οθωμανική αυτοκρατορία περιορίζεται συνήθως σε μία αφελή αναφορά στον Αλή πασά.

Δεν θα αναζητήσω εδώ τα αίτια αυτής της κατάστασης για την οποία, άλλωστε έχουν γραφτεί πολλά. Θα σταθώ μόνο σε ένα χαρακτηριστικό της ιστοριογραφίας μας που δείχνει και την αδυναμία της: Απουσιάζει μία ιστορία της Επανάστασης που να ανταποκρίνεται στις διεθνείς ιστοριογραφικές προδιαγραφές. Κάτι τέτοιο θα βοηθούσε να αντιμετωπιστούν οι ισοπεδωτικές παρουσιάσεις έργων για την Επανάσταση, όπως κατά κόρον συμβαίνει προσφάτως, με ευθύνη των δημοσιογράφων, αλλά και των ιστορικών κατά δεύτερο λόγο. Διότι δυσκολεύομαι να δω, επί παραδείγματι, τι το ιδιαίτερο έχει να προσφέρει το έργο του Woodhouse ή άλλων ασήμαντων και αδαών ξένων ιστορικών για την ιστορία της Επανάστασης ώστε να εξομοιώνεται με τις πολύ αξιόλογες πρόσφατες εργασίες που εξέδωσε το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Και όμως τα συναντώ συνέχεια στον τύπο να παρουσιάζονται ως ισότιμα. Τέλος, η απουσία κάποιων κριτηρίων αξιολόγησης των γραπτών όλων μας οδηγεί συχνά σε τραγελαφικά αποτελέσματα όπως π.χ. να γίνεται λόγος για τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της με την επίκληση ιστορικών μαρξιστικού προσανατολισμού.

Η Επέτειος του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, Μέρος ΄Β

Άρθρο που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «Τα Νέα», σε δύο μέρη

Σαββατοκύριακο 11-12 Απριλίου 2020


Η ιστορία είναι η λέξη που επιλέξαμε από το αρχαιοελληνικό διανοητικό οπλοστάσιο για να φέρουμε μαζί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε το παρελθόν προσδιορίζει αναγκαστικά τις δυνατότητές μας να κατανοήσουμε το παρόν, καθώς επίσης και τις προσπάθειές μας να προβλέψουμε το μέλλον. Αυτή η διαπίστωση με διευκολύνει να συνεχίσω την προσπάθεια, που ξεκίνησα την προηγούμενη βδομάδα, να παρουσιάσω και να σχολιάσω τις συζητήσεις που γίνονται και τα προβλήματα που εγείρονται με την ευκαιρία της επετείου των 200 χρόνων από την έναρξη του Πολέμου της Ανεξαρτησίας. Με διευκολύνει εξίσου και να εξηγήσω τις προθέσεις μου, κάτι που δεν έκανα την προηγούμενη βδομάδα. Διότι πιστεύω βαθύτατα ότι οι απόψεις που διατυπώνονται για τα θέματα αυτά, επί της ουσίας υποκρύπτουν αντιλήψεις και στερεότυπα για το τι συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα και πώς θα πρέπει να δούμε το μέλλον της χώρας μας.   

Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό δεν κρύβεται αλλά είναι κραυγαλέο και συχνά ανατριχιαστικό. Είπε προσφάτως σε συνέντευξή του ένας «ιστορικός»: «Το ζήτημα είναι να πιάσουμε τον συναισθηματικό δεσμό (μεταξύ του κοινού και της ιστορίας) και να το γείρουμε προς τη σωστή πλευρά». Πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι υπάρχουν καλά και κακά βιβλία ιστορίας και όχι σωστά και λάθος (άραγε ποιος να είναι ο κριτής;). Πάντως δεν με εκπλήσσει αυτή η αντίληψη για μία σωστή και μία λάθος αντίληψη της ιστορίας, ολοκληρωτικής προφανώς χροιάς, προϊδεάζει ωστόσο για το πώς θα εξελιχθούν οι «συζητήσεις» για τα ποικίλα θέματα που θα προκύψουν στο δρόμο προς την επέτειο. Ο κίνδυνος βέβαια είναι για μία ακόμη φορά οι Έλληνες ιστορικοί να χάσουν την ουσία στο όνομα μίας προσπάθειας για τη «σωστή» πλευρά της ιστορίας. Το κοινό ελάχιστα ενδιαφέρεται για μία συζήτηση που αλλού θα φιλοξενούνταν σε σελίδες επιστημονικών περιοδικών, που απλά δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, και η οποία θα του είναι ακατανόητη. Σημασία έχει να μπορέσουμε να βγάλουμε μερικά καλά βιβλία, που δεν θα απευθύνονται μόνο στους ειδικούς, αλλά και οι συζητήσεις για τον εορτασμό και το 1821 να μας φέρουν πιο κοντά σε αντιλήψεις και προτάσεις για το μέλλον, κάτι που δεν νομίζω ότι συμβαίνει.

Έτσι, ακούγεται ίσως πολύ σωστό να υποστηρίζουμε τη διδασκαλία της ιστορίας του 1821 επωφελούμενοι από τα νέα μέσα διδασκαλίας με τα οποία είναι εξοικειωμένες οι νέες γενιές. Ομοίως ορθό είναι ότι θα πρέπει να αξιοποιήσουμε, αν θέλουμε, να καταλάβουμε τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας τα Απομνημονεύματα των Αγωνιστών. Φοβάμαι μόνο ότι οι προτάσεις αυτές χωλαίνουν στα θεμέλιά τους. Στο μέτρο που η ιστορία στα σχολεία διδάσκεται από γυμναστές, θεολόγους, φιλολόγους και όχι από τους καθ’ ύλην αρμόδιους, τους ιστορικούς δηλαδή, τότε ότι και να προσπαθήσει κανείς θα αποτύχει. Επομένως το σχήμα είναι πρωθύστερο: μιλάμε για τα εργαλεία χωρίς να έχουμε λύσει το πρόβλημα του ποιος είναι κατάλληλος να τα χειριστεί.  

Τελευταίο θέμα που θα με απασχολήσει είναι εκείνο που προέκυψε με την κρίση του κορωναϊού. Μεγάλος αριθμός υπογραφών συγκεντρώθηκε με αίτημα την διάθεση όσων χρημάτων προορίζονταν για τους εορτασμούς των 200 χρόνων από την Επανάσταση για την ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Πρόκειται για μεμψιμοιρίες θα μού πείτε και ως ένα βαθμό θα έχετε δίκιο. Αλλά, επίσης, θα πρέπει να τονισθεί ότι η άποψη αυτή δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες προετοιμασίας των εορτασμών, πρώτα διότι τα χρήματα για τους εορτασμούς προέρχονται από ιδιωτικούς κατά κύριο λόγο φορείς, που μόνοι τους θα αποφασίσουν πού θα δώσουν προτεραιότητα – ήδη πολλοί από τους φορείς αυτούς ενίσχυσαν τις υποδομές για την αντιμετώπιση της επιδημίας – και δεύτερον τα χρήματα αυτά – ιδιωτικά και δημόσια – δεν είναι τόσο σημαντικά για να φέρουν μία αλλαγή στο εθνικό σύστημα υγείας, πολύ περισσότερο για να το καταστήσουν ικανό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας πανδημίας. Έτσι και αλλιώς κανένα σύστημα υγείας ανά τον κόσμο δεν είναι σε θέση να το κάνει. Άλλωστε, το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου στην Ελλάδα δεν είναι η έλλειψη χρημάτων, αλλά η οργάνωση, ο τρόπος με τον οποίο τα υφιστάμενα χρήματα αξιοποιούνται.

Επομένως, και για να ολοκληρώσω, το πρόβλημα που θα έχουμε αν φτάσουμε στον εορτασμό του 1821 χωρίς άλλες κρίσεις, είναι χαρακτηριστικά ελληνικό: δεν έχουμε την οργάνωση για να συντονίσουμε όλες τις επί μέρους προσπάθειες. Και αυτό που αποτελεί ειρωνεία φαίνεται στο ότι ενώ το κράτος έχει συστήσει μία επιτροπή για τον εορτασμό, άλλες επιτροπές εμφανίζονται διεκδικώντας άραγε τι, εκτός από την ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών. Πώς μπορεί να επιτευχθεί ένας στοιχειώδης συντονισμός, που θα περιορίσει τις υπερβολές και τις σπατάλες. Ασφαλώς ο κάθε ένας έχει δικαίωμα να κάνει ότι θέλει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο «θόρυβος» που δημιουργείται διευκολύνει τα πράγματα ή καθιστά την εικόνα της επετείου λιγότερο θαμπή.

Κάποια παραδείγματα: να χρηματοδοτηθούν έρευνες για το 1821 με την ευκαιρία της επετείου μού φαίνεται λίγο ευκαιριακό. Όχι πως δεν υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο, αλλά θα ήταν πιο χρήσιμο να αποφασίσουμε την ίδρυση ενός Ερευνητικού Ιδρύματος για τη Μελέτη του 1821. Θα έμενε κάτι και οι έρευνες μπορούν ακολουθήσουν.  Τα δεκάδες ταξίδια που έχουν προγραμματιστεί από Ιδρύματα, που μετατρέπονται σε ταξιδιωτικά γραφεία, δεν βλέπω τι θα αποφέρουν, πέραν της ευχαρίστησης των ταξιδιωτών.  Ένα πολύ μεγάλο διεθνές συνέδριο, χωρίς αποκλεισμούς όπως συμβαίνει συνήθως και με διεθνείς όρους για την πρόσκληση των ομιλητών, θα είχε κάτι να προσφέρει παραπάνω, να δούμε που βρισκόμαστε σε διεθνές επίπεδο, και όχι να φανεί η τάδε ή η δείνα ομάδα, που πιστεύει ότι μόνο αυτή γνωρίζει την αλήθεια. Και παράλληλα, τα χρήματα διαφόρων φορέων που σκορπίζονται εδώ και εκεί για να κολακεύονται εγωισμοί θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν και να μπουν οι βάσεις για ένα Ίδρυμα Προχωρημένων Σπουδών (Institute for Advanced Studies) που λείπει από την Ελλάδα. Τα παραδείγματα που θα μπορούσαν να δώσω είναι πολλά, αλλά φοβάμαι ότι θα καταλήξουμε να περιοριστούμε στα μικρά και μίζερα.

Ο μέγας κίνδυνος είναι ένας μεγάλος αριθμός δραστηριοτήτων, που συχνά θα επικαλύπτονται, με αποτέλεσμα ακόμη και οι εκδηλώσεις – και εννοώ κάθε τι που θα περιλαμβάνεται στον εορτασμό – που θα έχουν κάτι να πουν να χάνονται υπό το βάρος της κακογουστιάς, του φανατισμού και της πληθώρας. Πολλές μικρές εκδηλώσεις δεν πρόκειται να αφήσουν το στίγμα που θα μπορούσε να δώσει μία και μεγάλη. Αυτός είναι και ο λόγος που επιμένω πως υπό την αιγίδα του κράτους πρέπει να πραγματοποιηθούν μερικές μεγάλες και σημαντικές εκδηλώσεις – επιμένω λίγες στον αριθμό – και από κει και πέρα ας κάνει κανείς ότι θέλει, αλλά με τους δικούς του πόρους, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να ελπίζουμε ότι η δαπάνη αυτή θα πιάσει τόπο.

Ελπίζω ότι υπό το βάρος της κρίσης του κορωναϊού οι επιλογές μας θα είναι πιο σοφές και λιγότερο ευκαιριακές από αυτό που δείχνουν να είναι μέχρι τώρα.

«Η πανδημία και οι αντοχές της ελληνικής οικονομίας – Η επόμενη ημέρα»

Διαδικτυακή δημόσια συζήτηση που διοργανώθηκε από τον «Κύκλο Ιδεών», 8 Απριλίου 2020


Μπορείτε να μεταβείτε στο video από το link: https://www.youtube.com/watch?v=L8gDG0_4KS0&feature=share&fbclid=IwAR2OUkio03xKtg8SnNllQLNui3LyJ7dk8zAuuGhEUGw0UVCqzeUrfdjdk58

“Ποια θα είναι η Ελλάδα μετά τον κορονοϊό”

Άρθρο της Ελευθερίας Κόλια, 9.4.2020 στο site “Protagon.gr” για αυτή τη διαδικτυακή συζήτηση.

Τη δική του ιδιαίτερη ματιά κατέθεσε ο κ. Κωστής, θέτοντας ερωτηματικό ως προς το κόστος όλης αυτής της ιστορίας.

«Από το 2008, ο κόσμος έχει μπει σε διαδικασία αποπαγκοσμιοποίησης», σημείωσε χαρακτηριστικά. «Διεθνείς συνδέσεις έχουν αρχίσει να αποσυναρμολογούνται, με κορυφαίο παράδειγμα το Brexit. Η αρθρογραφία των τελευταίων εβδομάδων καταδεικνύει ότι η πανδημία επιταχύνει τις εξελίξεις αυτές».

Ο κ. Κωστής επέμεινε στα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας, όπως το μη βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα και το μη βιώσιμο χρέος, είδε όμως φως στο τούνελ: η πειθαρχία που επιδείξαμε ως τώρα, δείχνει ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε και τη νέα πραγματικότητα. Η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει.

Σε απάντηση, πάντως, ερώτησης του κ. Βενιζέλου, ο κ. Κωστής θύμισε ότι η ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας τα δύσκολα χρόνια του ’50 έγινε με ξένη βοήθεια, έντονη, και ενώ οι στρατηγικές επιλογές για την οικονομία έβρισκαν σε αγαστή σύμπνοια όλες τις πολιτικές παρατάξεις. «Τώρα, αν μου πείτε ποιοι είναι οι στόχοι…», είπε σκωπτικά ο καθηγητής.

Για να μεταβείτε σε ολόκληρο το άρθρο, ανοίξτε το link: https://www.protagon.gr/themata/poia-tha-einai-i-ellada-meta-ton-koronoio-44342033679

 

 

Από τον καιρό της πανώλης στο σήμερα

Ο καθηγητής Κώστας Κωστής μιλάει στην εφημερίδα « Η Καθημερινή», 31 Μαρτίου 2020


Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στις περιπτώσεις παγκόσμιας απειλής, όπως είναι μια πανδημία, είναι ότι βρισκόμαστε, κατά μιαν έννοια, γυμνοί απέναντι στη μοίρα μας. Οχι μόνο τίποτα δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει την ορθότητα των αποφάσεών μας στην αντιμετώπιση του κινδύνου, αλλά, επιπλέον, οι ενέργειές μας καθορίζονται από τις εσωτερικές δεσμεύσεις στις πεποιθήσεις και στις αξίες μας.

Με αφορμή την οπτική που ο πρωθυπουργός της Αγγλίας αλλά και το σύνολο του αγγλοσαξονικού κόσμου είχαν αρχικώς στο θέμα του κορωνοϊού, συζητάμε με τον καθηγητή του ΕΚΠΑ Κώστα Κωστή, συγγραφέα ενός σημαντικού, και πιθανώς μοναδικού στην ελληνική γραμματεία, βιβλίου με τον τίτλο «Στον καιρό της πανώλης», που κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

– Ποια είναι η γνώμη σας για την πολιτική της αγέλης που προσπάθησε να ακολουθήσει ο Τζόνσον στην Αγγλία;

– Θα μου επιτρέψετε να απαντήσω με έναν αφορισμό που διάβασα στον Guardian: «Just as there are no atheists on a sinking ship, there are no free-marketeers in a pandemic» – όπως δεν υπάρχουν άθεοι σε ένα πλοίο που βυθίζεται, έτσι δεν υπάρχουν και οπαδοί της ελεύθερης αγοράς σε μια πανδημία. O Τζόνσον έπαιξε και έχασε, έδειξε δε ότι είναι πολύ περιορισμένων ικανοτήτων πολιτικός. Το θέμα είναι τι κόστος θα κληθούν να καταβάλουν οι Αγγλοι· φοβάμαι, δε, ότι θα είναι πολύ υψηλό. Η ηθική της αγοράς, έτσι όπως την πρεσβεύει ο Τζόνσον, φαίνεται ότι θα τιμωρήσει τον οπαδό της, αλλά δυστυχώς και πολλούς άλλους.

– Η επιδημία καταργεί τις κοινωνικές διακρίσεις και την ιεραρχία εξισώνοντας ισοπεδωτικά τα ανθρώπινα όντα μπροστά στον θάνατο;

– Θεωρητικά ναι. Ας σκεφτούμε, όμως, ότι ο εύπορος άνθρωπος, στην περίπτωση μιας επιδημίας πανώλης, μπορούσε να μείνει στο σπίτι του, έχοντας εξασφαλισμένη τη διατροφή του και σε συνθήκες υγιεινής ασφαλώς καλύτερες από εκείνες του μέσου όρου. Ενας φτωχός άνθρωπος, μιας και δεν υπήρχε κράτος να τον βοηθήσει, θα έπρεπε να δουλέψει για να εξασφαλίσει τη διατροφή της οικογένειάς του. Κάτι τέτοιο όμως πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες να προσβληθεί από μια επιδημική ασθένεια. Αλλωστε, δεν ήταν τυχαίο ότι σε εποχές επιδημίας οι εύποροι έφευγαν από τις πόλεις και πήγαιναν στα εξοχικά τους για να σωθούν.

– Υπακούμε στις εντολές του κράτους για να σωθούμε ως κοινότητα ή ως άτομα;

– Η λογική του κράτους είναι ότι πρέπει να σώσει την κοινότητα, γιατί χωρίς αυτήν δεν υπάρχει. Αλλά και εμείς υπακούμε στις εντολές για την προσωπική μας σωτηρία.

– Αν γράψετε ένα βιβλίο έπειτα από δέκα χρόνια γι’ αυτήν την πανδημία, τι διαφορές πιστεύετε ότι θα είχε από το βιβλίο σας για την πανώλη;

– Η μεγάλη διαφορά βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο διαφορετικές κοινωνίες κατανοούν την ασθένεια. Σήμερα, η ασθένεια κατηγοριοποιείται ως τέτοια μόνο μέσω της εργαστηριακής ανάλυσης. Τον 16ο αιώνα ή τον 17ο αιώνα, ήταν το άθροισμα των συμπτωμάτων που καθόριζε τη φύση της ασθένειας. Είναι δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι, στον ένα από τους οποίους το θείο παίζει συχνά σημαντικό ρόλο.

– Μπορεί να πει κάποιος σήμερα ότι μια τέτοια πανδημία είναι όργανο θεοδικίας;

– Ασφαλώς κάποιοι θα το πουν. Οι ίδιοι που πιστεύουν ότι δεν μεταδίδεται η ασθένεια από τη μετάληψη. Ευτυχώς, οι κοινωνίες μας βρίσκονται πια μακριά από τις αντιλήψεις αυτές.

– Εννοείτε τον δυτικό κόσμο;

– Και στην Κίνα και στη Σαουδική Αραβία η βάση των πολιτικών που ακολουθούνται είναι η ιατρική επιστήμη.

– Το ηθικό στοιχείο του Μπόρις Τζόνσον λέει κάτι άλλο. Δέχομαι έναν αριθμό θυμάτων, προκειμένου να έχω την επόμενη μέρα υγιή οικονομία για όλους. Αυτό είναι το δικό του ηθικό μέτρο. Οι δυσοίωνες επιστημονικές προβλέψεις τον εμπόδισαν, η επιστήμη τον εμπόδισε.

– Δεν συμμερίζομαι ακριβώς αυτή την άποψη. Αυτό που τον εμπόδισε ήταν το υψηλό πολιτικό κόστος που θα κατέβαλλε αν τα θύματα ξεπερνούσαν κάποια ανεκτά όρια. Επίσης, όπως διάβασα πρόσφατα, φαίνεται ότι τον επηρέασε σημαντικά η απειλή του Μακρόν να κλείσουν τα σύνορα της Γαλλίας αν δεν λάμβανε μέτρα η Βρετανία. Επομένως, η πολιτική είναι που τον επηρέασε. Πίσω, φυσικά, από τα μέτρα βρίσκονται οι ειδικοί και, ευτυχώς, στη χώρα μας οι ειδικοί έχουν την πρωτοβουλία.

– Στις περιόδους της πανώλης δεν υπήρχαν ειδικοί.

– Ειδικός ήταν και ο ιερέας, ο οποίος μεσολαβούσε στον Θεό, μέσω της λιτανείας ή της λειτουργίας, για να φύγει το κακό. Ειδικός ήταν και ο γιατρός, ανεξαρτήτως του εάν οι υπηρεσίες του ελάχιστα είχαν να προσφέρουν στους ασθενείς.

– Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι οι ειδικοί. Πώς θα ορίζαμε την επιστήμη σήμερα σε σχέση με τον 18ο αιώνα;

– Τον 18ο αιώνα, ό,τι ονομάζεται ιατρική δεν είναι τίποτα περισσότερο από διάφορα θεωρητικά σχήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στις αρχές του 19ου αιώνα σημαντικό μέρος των γιατρών αποκαλούνταν ιατροφιλόσοφοι. Αντιθέτως, σήμερα η ιατρική επιστήμη στηρίζεται σε ένα εργαστηριακό υπόβαθρο, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να μιλήσει κάποιος για την ασθένεια.

– Εσάς ως ιστορικό ερευνητή δεν σας θέλγει ιδιαίτερα η εμπειρική διάσταση της επιστήμης, δηλαδή το πείραμα και η επαλήθευση;

– Ας λάβουμε υπόψη μας ότι ένας ιστορικός δεν χρησιμοποιεί αυτά τα εργαλεία, κινείται με άλλους τρόπους. Αυτό όμως που εννοούσα προηγουμένως είναι ότι είναι εύκολο να κατανοήσεις τη σημερινή κοινωνία γιατί είμαστε κομμάτι της και μπορούμε να καταλάβουμε πώς αντιδρούν οι άνθρωποι. Για μένα όμως, ως ιστορικό, η πρόκληση βρίσκεται στο να κατανοήσεις το διαφορετικό, δηλαδή μια άλλη κοινωνία που σκέφτεται και δρα με τρόπους άλλους από τους σημερινούς.

– Ποιο στοιχείο θα σας έκανε να ασχοληθείτε με τον κορωνοϊό ύστερα από δέκα χρόνια;

– Αυτό καθαυτό το επιδημικό φαινόμενο δεν μου προκαλεί ιδιαιτέρως το ενδιαφέρον. Ωστόσο, υπάρχει μία πτυχή του προβλήματος που νομίζω ότι θα μας απασχολήσει ιδιαιτέρως στο μέλλον. Η πτυχή αυτή αφορά τη διαδικασία απο-παγκοσμιοποίησης, στην οποία φαίνεται ότι έχουμε μπει ήδη από το 2008 με τη μεγάλη οικονομική κρίση και της οποίας συμπτώματα βλέπουμε κατά τα τελευταία χρόνια συνεχώς: Brexit, ενίσχυση αντισυστημικών κομμάτων. Επικράτηση πολιτικών ηγεσιών τύπου Τραμπ, Μπολσονάρο, Τζόνσον, κάποια στοιχεία δασμολογικών πολέμων κ.λπ. Μπορεί κανείς να πιθανολογήσει ότι η επιδημία που ζούμε θα επιδεινώσει αυτήν τη διαδικασία και ο έλεγχος των συνόρων θα επιδιωχθεί να γίνει πιο αυστηρός. Βέβαια, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την ιστορία του ιού, αλλά με την ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών, που πάντοτε αλλάζουν έπειτα από τόσο σημαντικά γεγονότα, όπως ο πόλεμος, η κρίση ή η επιδημία.

– Εννοείτε ότι θα κλειστούμε στον εαυτό μας;

– Ισως, αν και ασφαλώς όχι με τον τρόπο που έγινε κάτι τέτοιο στον Μεσοπόλεμο. Ας σκεφτούμε ότι η έκδοση ενός ευρωομολόγου θα αποτελέσει μια ριζοσπαστική αλλαγή στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οπότε βλέπουμε παράλληλα και αντιτιθέμενα φαινόμενα: ενδεχομένως να βρεθούμε ενώπιον μεγάλων οικονομικών ενοτήτων που θα περιορίσουν τους διαύλους «επικοινωνίας» μεταξύ τους σε σύγκριση με το παρελθόν. Μένει να το δούμε. Κανείς ιστορικός δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον.

 

#Stayhome Κώστας Κωστής: Το παρόν μάς δίνει τα καλύτερα μαθήματα από το παρελθόν

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Η Καθημερινή, 24 Μαρτίου 2020


Αναπόφευκτο το ερώτημα: Μπορεί η παγκόσμια ή η εθνική μας Ιστορία να μας δώσει κάποια διδάγματα για τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε και για την ακόμα δυσκολότερη που φαίνεται να είναι ante portas; Τι θα μας έλεγαν οι πρόγονοι; «Δεν θέλω να σας απογοητεύσω», λέει ο ιστορικός Κώστας Κωστής από την άλλη άκρη του τηλεφώνου, «αλλά νομίζω ότι είναι πολύ πιο χρήσιμο να έχουμε επαφή με την πραγματικότητα, με το τι συμβαίνει γύρω μας παρά με το παρελθόν. Ξέρετε, δεν μας παραδειγματίζει η ιστορική εμπειρία της ανθρωπότητας όσο η συνειδητοποίηση της κρισιμότητας μιας κατάστασης. Υπό αυτήν την έννοια, θεωρώ ότι η παρούσα κυβέρνηση έχει πράξει άριστα. Εκανε σωστή εκτίμηση του κινδύνου, φέρθηκε με σοβαρότητα και αξιοπιστία, πήρε τα κατάλληλα μέτρα αρκετά έγκαιρα ώστε να μας προφυλάξει όλους, διαχώρισε τη θέση της ακόμα και από την Εκκλησία, κάτι που ήθελε θάρρος».

Συνεχίζει: «Το στοίχημα είναι πώς οι πολίτες θα σεβαστούν και θα δεχθούν αυτούς τους περιορισμούς ώστε να προφυλάξουν με τη σειρά τους το κοινωνικό σύνολο. Θεωρώ πως μέχρι τώρα τα έχουμε πάει αρκετά καλά. Με κάποιες εξαιρέσεις βεβαίως: τόσο από τη μεριά των νέων όσο και από τη μεριά κάποιων μεγαλύτερων σε ηλικία που πήραν λ.χ. το αυτοκίνητο ή το καράβι για να πάνε στα χωριά και στα νησιά καταγωγής τους χωρίς να σκεφθούν ότι μπορεί να κάνουν μεγαλύτερη διασπορά της ασθένειας με τον τρόπο αυτό».

Μπαίνω στον πειρασμό να ρωτήσω τον συγγραφέα του βιβλίου «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας» μήπως η αγαπημένη απειθαρχία των Ελλήνων στους κανόνες αναδυθεί ξανά. «Θα σας απαντήσω με την αγαπημένη μου ιστορία από το κίνημα “Δεν πληρώνω”, στην οποία ένας οδηγός πανάκριβου τζιπ βγήκε από το όχημα να σηκώσει την μπάρα και κοίταξε την τηλεοπτική κάμερα με ύφος σκανταλιάρικου παιδιού. Η απειθαρχία εδώ βαφτίζεται δήθεν τάχα αντίσταση, αλλά εξιδανικεύει τη γενικευμένη πονηριά και τη φθήνια στη συμπεριφορά. Ας μη δράσουμε έτσι τώρα και ας δείξουμε την απαραίτητη ευαισθησία ώστε να προφυλάξουμε ανθρώπους ασθενείς ή ηλικιωμένους».

«Αν και πρέπει να σας πω ότι σήμερα στον φούρνο όλοι τηρούσαν τις αποστάσεις ασφαλείας, πέραν ενός κυρίου μεγάλης ηλικίας, που με άγνοια κινδύνου μπήκε μπροστά μου και μου έδωσε και μια αγκωνιά. Η αίσθηση της “αντίστασης” που σας έλεγα πριν, υπάρχει σε όλες τις γενιές. Δυστυχώς, το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει αποτύχει παταγωδώς να μας μαθαίνει τα όρια και πώς η κοινωνική αλληλεγγύη συνδέεται με την ατομική υπευθυνότητα. Έτσι, στο τέλος φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από εμάς».

Πώς σκοπεύει να περάσει αυτό το διάστημα του «Μένουμε Σπίτι»; «Εμείς οι πανεπιστημιακοί είμαστε προγραμματισμένοι να διαβάζουμε και να γράφουμε. Νομίζω ότι στις ζόρικες περιόδους ένα μεγάλο μυστικό για να τα βγάλουμε πέρα είναι το χιούμορ.

Παρακολουθώ στο Netflix, τη σειρά “Μέθοδος Kominsky” στην οποία πρωταγωνιστεί ο Μάικλ Ντάγκλας και διασκεδάζω αφάνταστα όπως επίσης και με τη σειρά “How I met your mother”. Όμως τολμώ να πω ότι θεωρώ καλύτερο από όλα τα “Φιλαράκια”. Ανακάλυψα τη σειρά πολύ πρόσφατα – τελευταίος από όλους δηλαδή– σε μια εποχή κατά την οποία είχα αρρωστήσει και έπρεπε να μένω πολύ στο σπίτι. Ξεκαρδιζόμουν σε τέτοιο βαθμό που τρόμαζα τη γυναίκα μου στο άλλο δωμάτιο».

Αν παρ’ όλα αυτά, μαύρες σκέψεις γυρίζουν στο κεφάλι, τι κάνει; «Λέω στον εαυτό μου πως οι γονείς και οι παππούδες μας είχαν περάσει τρομερά πράγματα και θα γέλαγαν που πρέπει να μείνουνε κλεισμένοι σπίτι στην ασφάλεια του καναπέ μας».

Χρήματα στο ΕΣΥ ή στην «Ελλάδα 2021»; Τρεις κορυφαίοι ιστορικοί μιλούν στη LiFO

Δημοσιεύτηκε στην LIFO 20.3.2020


H εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού ανατρέπει καθημερινά όλα όσα γνωρίζαμε έως σήμερα. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και μεγάλες διοργανώσεις, δράσεις και πρωτοβουλίες, αθλητικές, ιστορικές, πολιτιστικές κ.ά. Αυτές τις μέρες στην πλατφόρμα «Ψηφίσματα Πολιτών» του Avaaz έχει ξεκινήσει μια εκστρατεία από πολίτες που ζητούν τα χρήματα για τον εορτασμό της επετείου των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 να διατεθούν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, για την αντιμετώπιση της πανδημίας

Συγκεκριμένα, στο κείμενο αναφέρεται: «Δεν μπορεί η χώρα μας, μετά από 10ετή κρίση και εν μέσω κρίσης του Covid-19, να σπαταλά τόσα εκατομμύρια ευρώ σε φιέστες για τον εορτασμό των 200 χρόνων από το 1821 και το Εθνικό Σύστημα Υγείας να καταρρέει».

Μάλιστα, υποστηρίζουν ότι αν και ένα μέρος αυτών των χρημάτων θα προέρχεται από χορηγίες, θα ήταν χρήσιμο αυτοί που θέλουν να διαθέσουν κάποια ποσά στο ίδρυμα «Ελλάδα 2021» να τα διοχετεύσουν στην ανόρθωση του ΕΣΥ και στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι υπογραφές μέχρι σήμερα έχουν ξεπεράσει τις 54.000.

Τι απαντούν επιφανείς ιστορικοί για το θέμα; Η LiFO ανοίγει τη συζήτηση και γι' αυτό συνομίλησε με τους Θάνο Βερέμη, Κώστα Κωστή και Νίκο Θεοτοκά.

Θάνος Βερέμης, ομότιμος καθηγητής Ιστορίας στο ΕΚΠΑ και μέλος της «Πρωτοβουλίας 1821-2021»

Η ιστορία του κόσμου είναι γεμάτη από επιδημίες, και μάλιστα μερικές με δημιουργικά αποτελέσματα. Το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου το 1348 υπήρξε αποτέλεσμα ανταλλαγής ιστοριών από κάποιους έγκλειστους Ιταλούς της Φλωρεντίας τα χρόνια της πανούκλας. Πρέπει, άραγε, να εκτρέψουμε πόρους από τον εορτασμό της Παλιγγενεσίας για να βοηθήσουμε όσους πλήττονται από τη νέα πανδημία; Η απάντηση είναι «ναι», μολονότι τα μεγέθη είναι διαφορετικά. Ο εορτασμός είναι πιθανό να ενισχυθεί έμμεσα από τους τόσους έγκλειστους στις μέρες μας που διαβάζουν, ελπίζω, για πρώτη φορά απομνημονεύματα από αυτόπτες μάρτυρες της Επανάστασης. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι γνωρίζουν τον μεγάλο διαμαρτυρόμενο του Γένους, Ιωάννη Μακρυγιάννη. Τώρα μπορούμε να μάθουμε, αρκεί να αφιερώσουμε χρόνο, τον Σπηλιάδη, τον Κασομούλη, τον Φωτάκο, τον Σπυρομήλιο και πολλούς ακόμα. Ίσως η εισαγωγή των μαθητών στα κείμενα αυτών των συγγραφέων, άγνωστων στο ευρύ κοινό, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί από την ύλη του σχολείου που καθορίζει το υπουργείο Παιδείας. Υπάρχουν, άλλωστε, πολλοί ακόμα τρόποι να εορτάσουμε την επέτειο των διακοσίων ετών χωρίς να ξοδέψουμε μεγάλα ποσά. Η αντιμετώπιση της πανδημίας θα χρειαστεί ένα ιδιαίτερο κόστος προκειμένου να μην έχει επώδυνα αποτελέσματα. Συνεπώς, το κόστος για την εθνική επέτειο μπορεί να μην είναι τόσο υψηλό. Δεν χρειάζεται να ξοδευτούν χρήματα. Θα ήταν χρησιμότερο το κράτος και ειδικά το υπουργείο Παιδείας να δώσει περισσότερο βάρος στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Εκεί υστερούμε. Περισσότερη εκπαίδευση και όχι φιέστες».

Κώστας Κωστής, καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος της επιτροπής «Ελλάδα 2021»

Παρακολουθώ με αρκετή προσοχή τα δημοσιεύματα που έχουν ξεκινήσει ήδη από το 2019, αν όχι νωρίτερα, για το 1821 και τον εορτασμό της επετείου. Επίσης, νομίζω ότι έχω μια καλή εικόνα για τις εκδηλώσεις που προγραμματίζονται με την ευκαιρία της επετείου. Η μάλλον οδυνηρή διαπίστωση, καθώς πλησιάζουμε τη χρονιά του εορτασμού των 200 χρόνων, ήταν ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε το μέτρο, αν δεν το έχουμε χάσει ήδη.

Σε μια χώρα η οποία μέχρι σήμερα πολύ λίγο έχει ενδιαφερθεί για τη μελέτη και την κατανόηση του γενεσιουργού γεγονότος της, όλοι προσπαθούν να τοποθετηθούν στην αφετηρία των εορτασμών κατά τρόπο ευνοϊκό για την ικανοποίηση των φιλοδοξιών και των επιδιώξεών τους. Ως κερασάκι στην τούρτα, δε, ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες, κουνώντας το δάχτυλο, επιδιώκουν να μας δείξουν ότι μόνοι αυτοί, ο καθένας με τον τρόπο του φυσικά, είναι οι κάτοχοι της πραγματικής αλήθειας τόσο για το τι ακριβώς ήταν ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας αλλά και για το ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο των εορτασμών. Μπορεί κανείς με τρόμο να φανταστεί τι θα συμβεί του χρόνου, όταν κάθε Έλληνας, κάθε κοινότητα, κάθε επιστημονική και μη εταιρεία και κάθε οργανισμός θα γιορτάζουν ένα γεγονός στο οποίο θα δίνουν πολύ φυσιολογικά το νόημα που οι ίδιοι πιστεύουν ότι έχει.

Τα εξαιρετικά δυσάρεστα συμβάντα των τελευταίων μηνών, προσφυγικό και επιδημία Covid-19, ενδεχομένως να έχουν ένα αγαθό αποτέλεσμα. Να μας κάνουν να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα ως έχει. Η αίσθηση ότι έχουμε ξεφύγει από τους καταναγκασμούς των μνημονίων και κατ' επέκταση ότι τα προβλήματα λύθηκαν έχει δημιουργήσει ένα αίσθημα αισιοδοξίας που δεν δικαιολογείται από τα πράγματα. Προφανώς κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει ανθρώπους και κοινότητες να γιορτάσουν την επέτειο των 200 χρόνων όπως επιθυμούν και νομίζουν. Το ελληνικό κράτος, ωστόσο, βρισκόταν σε δύσκολη θέση ήδη πριν από την πανδημία και ασφαλώς η θέση του θα επιδεινωθεί κατά τους επόμενους μήνες.

Επομένως, καλό θα ήταν το επίσημο κράτος να διοργανώσει λίγες και μεγάλες εκδηλώσεις για να τιμήσει όποιους πρέπει να τιμήσει και στο εξής να ασχοληθούμε με το μέλλον, το οποίο μόνο ευοίωνο δεν φαντάζει. Αντιστοίχως, η χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα σπατάλη χρημάτων σε μια χώρα της οποίας οι αδυναμίες σε πολλούς τομείς είναι κραυγαλέες μού φαίνεται αδικαιολόγητη. Από κει και πέρα, κάθε ιδιώτης έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει, μόνο που φοβάμαι πως οι πολλές γιορτές δεν θα έχουν να προσφέρουν κάτι στη χώρα μας. Αντιθέτως, αυτό που έχουμε ανάγκη είναι να σκεφτούμε πολύ σοβαρά τις απαιτήσεις του μέλλοντος, κάτι που αποφεύγουμε επίμονα να κάνουμε. Λίγος ρεαλισμός, πάντως, δεν βλάπτει.

Τέλος, όσον αφορά το αν πρέπει να δοθούν τα χρήματα για τις εκδηλώσεις της επετείου του 1821 στο δημόσιο σύστημα υγείας, φοβάμαι πως δεν είναι τόσο πολλά για να κάνουν τη διαφορά. Άλλωστε, το πρόβλημα του Ελληνικού Συστήματος Υγείας έχει πιο πολύ να κάνει με την οργάνωσή του παρά με την έλλειψη πόρων.

Νίκος Θεοτοκάς, καθηγητής Ιστορικής και Θεωρητικής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίο

Τις προτεραιότητες τις υπαγορεύει η ζωή. Και από τούτη τη στιγμή προτεραιότητα είναι η ανόρθωση του ΕΣΥ και η αντιμετώπιση του ιού Covid-19. Η προστασία του πληθυσμού της χώρας, στον οποίον περιλαμβάνονται και οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, μέρος των Ρομά, οι φυλακισμένοι, οι απόμαχοι της ζωής που διαβιούν σε ιδρύματα, οι άστεγοι και οι εγκαταστάσεις του στρατού. Οι δαπάνες για τους εορτασμούς, λοιπόν, περισσεύουν. Μόνη εξαίρεση, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να είναι το ελάχιστο ποσοστό των χρηματοδοτήσεων που δόθηκε ή που προβλέπεται με αφορμή τον εορτασμό των 200 χρόνων από το 1821 για την ενίσχυση της πρωτογενούς ιστορικής έρευνα

Εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε ένα καθεστώς άρνησης της πραγματικότητας

Δημοσιεύτηκε στην LIFO, 23 Δεκεμβρίου 2019


Φαντάζομαι όπως οι περισσότεροι κάτοικοι αυτής της χώρας. Από τη βεβαιότητα και την ευφορία βρέθηκα σε μια κατάσταση πλήρους ανασφάλειας και αγωνίας για το τι θα φέρει η επόμενη μέρα. Και φυσικά μιας απαισιοδοξίας για το δικό μου μέλλον, όπως άλλωστε και για το μέλλον της χώρας μας. Όλα αυτά μέσα σε ένα πλαίσιο μιας μεγάλης δυσπιστίας για ένα πολιτικό σύστημα που μοναδικό μέλημά του είχε την αναπαραγωγή του και όχι την επίλυση των προβλημάτων. Δυστυχώς, ήταν μια εμπειρία που μας σημάδεψε και θα μας ακολουθεί για πολλά χρόνια στο μέλλον.

Η αδυναμία μας να κατανοήσουμε τι ακριβώς μας συμβαίνει και με ποιον τρόπο θα το αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά καθορίζει και την απάντηση στο ερώτημά σας για το ποια ήταν τα γεγονότα που καθόρισαν τη δεκαετία. Έτσι, η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, μετά το δημοψήφισμα του 2015, αποτελεί το σημαντικότερο γεγονός, καθώς επιβεβαίωσε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας μας, και μάλιστα από το σημαντικότερο κομμάτι του αντισυστημικού μετώπου. Επομένως, στη στροφή αυτή βλέπω ένα μείζον γεγονός στη σύγχρονη Ιστορία μας που απέτρεψε την είσοδο της χώρας σε σκοτεινούς καιρούς και εδραίωσε την αντίληψη για την ευρωπαϊκή προοπτική της στο συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα του πολιτικού φάσματος. Παράλληλα, όμως, ο ευκαιριακός και καιροσκοπικός τρόπος με τον οποίο έγινε η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ δεν επέτρεψε την κατανόηση των προβλημάτων της χώρας κι αυτό φαίνεται και στην πολιτική ρητορική μεγάλης μερίδας του πολιτικού συστήματος και σήμερα.

Τα πάντα έχουν αλλάξει σε αυτά τα δέκα χρόνια, μόνο που ακόμα δεν έχουμε αποκτήσει συνείδηση αυτών των αλλαγών. Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν, οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν ως συνέπεια της εφαρμογής των μνημονίων, θα χρειαστεί χρόνο για να εκδηλωθούν πλήρως. Επίσης, οι κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί είναι σαρωτικοί, μόνο που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμα τις δουλείες και τις υποχρεώσεις που μας έχουν επιβληθεί και τι συνέπειες θα έχουν για τη ζωή μας. Και για να αντιστρέψω το ερώτημά σας, εκείνο που δεν έχει αλλάξει είναι ο τρόπος που προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι ακριβώς μας συνέβη. Επί της ουσίας, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε ένα καθεστώς άρνησης της πραγματικότητας.

Εάν το διεθνές περιβάλλον εξακολουθήσει να κινείται με τη σημερινή δυναμική, τότε φοβάμαι ότι θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε σημαντικά προβλήματα, και δεν είμαι σίγουρος πως έχουμε τη δυνατότητα να τα λύσουμε. Και μόνο το γεγονός ότι δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ποια είναι τα βασικά προβλήματα που οφείλουμε να χειριστούμε αποτελεσματικά για να μπορεί η Ελλάδα να πατήσει στα πόδια της είναι αρκετό για να μου δημιουργεί έντονες ανησυχίες για το μέλλον.

Η χώρα μας χρειάζεται μια μακρά περίοδο πολιτικής σταθερότητας και προσαρμογών στο διεθνές περιβάλλον. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ομαλής λειτουργίας της δημοκρατίας, της οικονομικής ανάπτυξης και της συμμετοχής στην ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση. Θα χρειαστεί να αφήσει κατά μέρος ένα από αυτά τα συστατικά της σημερινής πραγματικότητάς μας. Και, φυσικά, κάτι τέτοιο θα είναι οδυνηρό.

Πώς η Ελλάδα έγινε από μικρή οθωμανική επαρχία, ευρωπαϊκό κράτος

Δημοσιεύτηκε στην LIFO, Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019


Ο Κώστας Κωστής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Σπούδασε Oικονομικά στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια Ιστορία στην École des hautes etudes en sciences sociales του Παρισιού. Σήμερα είναι καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συγγραφέας αρκετών ευπώλητων βιβλίων, μεταξύ των οποίων και τα «Κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας».

 

Συναντηθήκαμε στο σπίτι του σε μια αστική πολυκατοικία του 1938 στο Κολωνάκι. Στο διαμέρισμά του υπάρχουν παντού βιβλία, σημειώσεις και αποκόμματα εφημερίδων. Σε ξεχωριστό σημείο υπάρχουν πολυάριθμα κύπελλα, αφού πριν αρκετά χρόνια είχε διακριθεί στο δέκαθλο ως αθλητής του Πανελληνίου και είχε αναδειχθεί πρωταθλητής Ελλάδας στο συγκεκριμένο άθλημα.

 

Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας παρεμβαίνουν διαρκώς ο χαριτωμένος σκύλος του, ο Κατσάκος, αλλά και ο ανήσυχος γάτος Χάρης, τον οποίο είχε βρει σε άσχημη κατάσταση στον Άγιο Φωκά της Τήνου.

 

Το τελευταίο του βιβλίο «Ο πλούτος της Ελλάδας: Η ελληνική οικονομία από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι σήμερα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη αποτελεί μια συνοπτική, νηφάλια και διαυγή εξιστόρηση της διαμόρφωσης του νεοελληνικού κράτους από τις απαρχές του ως σήμερα. Ο βασικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το παρόν βιβλίο είναι η μετατροπή μιας μικρής επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.

 

Όπως σημειώνει ο συγγραφέας: «Αντικείμενο του βιβλίου είναι η ελληνική οικονομική ιστορία του 20ού αιώνα. Δεν είναι μόνον ο "αιώνας των άκρων" αλλά συνάμα και ο αιώνας που ωθεί τα έθνη στην ελευθερία και ανεξαρτησία τους και τις κοινωνίες να ξεπεράσουν τη φτώχεια τους». Στις σελίδες του διερευνάται ο οικονομικός μετασχηματισμός της Ελλάδας από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι σήμερα, δηλαδή ο μετασχηματισμός μιας φτωχής αγροτικής χώρας σε μια ανεπτυγμένη οικονομία του δυτικού κόσμου.

 

Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο κορυφαίος ιστορικός μιλά για τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, το πανεπιστημιακό άσυλο, την ανάπτυξη, τις μεταρρυθμίσεις, την αριστερά, τη Χρυσή Αυγή, την Ιστορία και τους μύθους, τον άκρατο καταναλωτισμό και τη δεκαετή οικονομική κρίση.

 

Πώς αποτιμάτε τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ; Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, η ήττα τους στις εκλογές της 7ης Ιουλίου;

Το καλοκαίρι του 2015, σε ένα άρθρο μου στην «Καθημερινή», που δημοσιεύτηκε μάλιστα την επομένη του δημοψηφίσματος, είχα αποκαλέσει τον Αλέξη Τσίπρα τον χειρότερο πρωθυπουργό της ελληνικής ιστορίας. Αυτήν τη στιγμή θα πρόσθετα ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ. −διότι δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τη συνεργασία αυτή− ήταν η χειρότερη της ελληνικής ιστορίας. Επρόκειτο για έναν εσμό ανθρώπων χωρίς ικανότητες, χωρίς καμία άποψη για την Ελλάδα, με μοναδικό στόχο την εξουσία, που αγνόησαν κάθε θεσμική ηθική προκειμένου να ενισχύσουν τη θέση τους, αντιμετωπίζοντας την πολιτική ως επικοινωνιακό τέχνασμα, την ενθάρρυνση της πόλωσης ως αρετή και το κραυγαλέο ψεύδος ως μηχανισμό πολιτικής συσπείρωσης. Τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς από μια τέτοια ομάδα; Η δε ήττα των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛ., αλλά και γενικότερα το αποτέλεσμα των εκλογών της 7ης Ιουλίου, υπήρξε ένα δείγμα υγιούς αντίδρασης του ελληνικού εκλογικού σώματος που συνειδητοποίησε την οριακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα.

 

Επίσης, πρόσφατα σε άρθρο σας υποστηρίξατε ότι με τον ΣΥΡΙΖΑ «βούλιαξε η ηθική της αριστεράς και χρεοκόπησε ο μεσσιανισμός». Θα θέλατε να μας το εξηγήσετε;

Η κομμουνιστικής προέλευσης αριστερά, στην οποία ανήκει ένα μεγάλο μέρος των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, που δίνει και τον τόνο στο κόμμα, διακατεχόταν πάντοτε από την αντίληψη ότι ήταν οι μόνοι κάτοχοι της αλήθειας και μόνο αυτοί θα μπορούσαν να δώσουν τις «κοινωνικά και ηθικά ορθές λύσεις». Νομίζω −και δεν είμαι μόνο εγώ αυτός που το νομίζει− ότι η πολιτική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια απομυθοποίησε πλήρως όλους αυτούς τους αφελείς ισχυρισμούς και τον μετέτρεψε σε ένα πολιτικό κόμμα όπως όλα τα υπόλοιπα.

 

Στην εποχή μας πώς μπορεί να επιβιώσει η αριστερά; Και τι σηματοδοτεί η έξοδος της Χρυσής Αυγής από τη Βουλή;

Η λογική της αριστεράς μέχρι σήμερα στηρίχθηκε σε αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν μεταπολεμικά, στο πλαίσιο μιας «ρηχής» παγκοσμιοποίησης που επέτρεπε μεγάλη αυτονομία στις εθνικές πολιτικές. Η δυνατότητα αυτή δεν υπάρχει πλέον και η παγκοσμιοποίηση απαιτεί κάθε χώρα να λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη της τους διεθνείς κανόνες ανταγωνισμού. Θέλω να επιμείνω στο σημείο αυτό. Δεν είναι θέμα επιλογής, εκτός αν θέλουμε να γίνουμε Βόρεια Κορέα, αλλά μιας πραγματικότητας που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Το τι έχει συμβεί στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία ή στους Γάλλους σοσιαλιστές είναι ενδεικτικό του τι θα συμβεί και στην Ελλάδα αν η αριστερά δεν βρει έναν πολιτικό λόγο που να ανταποκρίνεται στα σημερινά δεδομένα. Αυτά τα οποία πρέσβευε η αριστερά στο παρελθόν τώρα τα πρεσβεύει και η κεντροδεξιά, και μάλιστα με όρους πιο ρεαλιστικούς. Όσον αφορά, δε, τη Χρυσή Αυγή, θα επαναλάβω ότι, όπως σας είπα και προηγουμένως, στις εκλογές της 7ης Ιουλίου το εκλογικό σώμα φάνηκε πολύ ώριμο απέναντι στις επιλογές που ήταν διαθέσιμες. Αυτό που έχουμε ανάγκη πλέον είναι μια πολιτική κουλτούρα δημιουργική, δηλαδή μια κουλτούρα του πώς θα φτιάξουμε τον τόπο μας και όχι μια κουλτούρα του μίσους και της βίας. Νομίζω ότι αυτό είναι το ζητούμενο από δω και μπρος.

 

Από τους Βαλκανικούς Πολέμους ως την περίοδο των μνημονίων υπάρχει ένα συνεκτικό στοιχείο που να διατηρήθηκε στη διάρκεια των ετών; Κι αν ναι, ποιο είναι αυτό;

Νομίζω ότι είναι η αγωνιώδης προσπάθεια της χώρας να ξεφύγει από τη φτώχεια και τη στέρηση. Θα ήθελα για μια φορά ακόμα να θυμίσω ότι μόλις πριν από εξήντα χρόνια η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι μια πολύ φτωχή αγροτική χώρα. Βέβαια, τίποτα δεν την εμποδίζει να επιστρέψει σε μια τέτοια κατάσταση. Να σας θυμίσω μόνο ότι η φτώχεια στην Ελλάδα –σε σχετικούς όρους, βεβαίως– είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, οι δείκτες κοινωνικής δικαιοσύνης οι χειρότεροι στην Ευρώπη και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 1960 του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Με άλλα λόγια, αυτό που θα έβλεπα ως συνεκτικό στοιχείο είναι η προσπάθεια σύγκλισης, πολιτικής οικονομικής και κοινωνικής, με την Ευρώπη. Πρόκειται για στόχο που μας έχει ξεφύγει τα τελευταία χρόνια.

 

Δηλαδή ποια θεωρείτε ότι ήταν η καλύτερη οικονομική περίοδος της Ελλάδας και γιατί;

Δεν νομίζω να υπάρχουν αμφιβολίες ότι η καλύτερη οικονομική περίοδος ήταν η μεταπολεμική, οπότε η Ελλάδα μπόρεσε να ξεφύγει από τη φτώχεια. Ως προς αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Ο Μεσοπόλεμος είναι μια ηρωική περίοδος, η Ελλάδα έκανε μια αγωνιώδη προσπάθεια να σταθεί στα πόδια της και τα κατάφερε. Και νομίζω ότι και η δεκαετία του 1990 θα πρέπει να τύχει αναγνώρισης, γιατί στη διάρκειά της υπήρξε μια κοινωνική και πολιτική συναίνεση ως προς την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας. Μόνο που, δυστυχώς, δεν διήρκεσε πολύ.

 

Γράφετε στο βιβλίο σας ότι η Ελλάδα, για να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ, πρέπει να συντονίσει τον βηματισμό με τις υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης. Με ποιους τρόπους μπορεί να καταστεί εφικτό αυτό;

Η Ελλάδα χάνει διαρκώς έδαφος σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ. Αν, λοιπόν, δεν μπορέσει να επιταχύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης και να προσεγγίσει εκ νέου τις υπόλοιπες χώρες, να συγκλίνει με αυτές όπως λέμε, τότε θα είναι πολύ δύσκολη, με τα σημερινά δεδομένα τουλάχιστον, η παραμονή της στη ζώνη του ευρώ.

 

Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η χώρα μας από δω και πέρα; Είναι οικονομικού ή πολιτικού περιεχομένου;

 

Η Ελλάδα, προκειμένου να επιβιώσει στο σημερινό διεθνές πλαίσιο και με τα δεδομένα μιας αναπτυγμένης χώρας, θα πρέπει, πρώτα απ' όλα, να ελκύσει επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, που με τη σειρά τους προϋποθέτουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα παρέχει το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό, ενώ συνάμα θα πρέπει να συντηρεί ένα κοινωνικό κράτος, χωρίς το κόστος του να αποτελεί επιβάρυνση για την οικονομία. Η επιτυχία των τριών αυτών στόχων είναι καθαρά θέμα πολιτικό και κυρίως διάρκειας, γιατί οι απαραίτητες αλλαγές δεν μπορούν να επιτευχθούν από τη μια μέρα στην άλλη.

 

Πιστεύετε ότι υπάρχει διάθεση εκ μέρους της κοινωνίας, μετά από μια δεκαετή οικονομική κρίση, για ανταγωνισμό που θα φέρει αναπτυξιακά αποτελέσματα;

Υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που θα αντιδράσουν σε οποιαδήποτε προσπάθεια μεταβολής της κατάστασής τους, υπάρχουν και άλλες που θα αγωνιστούν για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Οπότε δεν νομίζω ότι το πρόβλημα αφορά τις διαθέσεις μιας κοινωνίας αλλά τη δυναμική ποικίλων ομάδων, τις κυβερνητικές επιλογές και το κατά πόσο θα μας γίνει συνείδηση ότι η ανάγκη για αλλαγές είναι κάτι περισσότερο από απαραίτητη για να επιβιώσουμε σε ένα διεθνές πλαίσιο που γίνεται όλο και πιο απαιτητικό, αν όχι εχθρικό.

 

Ποια συνταγή είναι εκείνη με την οποία θα επιτευχθούν οι μεταρρυθμίσεις και θα έρθει η ανάπτυξη;

Δεν νομίζω ότι υπάρχει μία μοναδική θαυματουργή συνταγή που οδηγεί στη χώρα της επαγγελίας. Θα επαναλάβω αυτό που σας ανέφερα και προηγουμένως: χρειαζόμαστε επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, εκπαιδευτικό σύστημα ικανό να στηρίξει τις επενδύσεις αυτές, κοινωνικό κράτος που να ικανοποιεί το αίσθημα του δικαίου και να μην επιβαρύνει την οικονομία δυσανάλογα με όσα προσφέρει. Όλα αυτά προϋποθέτουν ένα πολιτικό σύστημα που δεν θα ενδιαφέρεται μόνο για την ύπαρξή του –όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα– αλλά που θα έχει ως φιλοδοξία να φτιάξει μια Ελλάδα που θα μπορεί με αξιοπρέπεια να επιβιώσει στο περιβάλλον της. Μιλάμε, δηλαδή, για ένα πολιτικό σύστημα που θα έχει την ικανότητα να αυτο-μεταρρυθμίζεται ώστε να εξυπηρετεί ευρύτερες ανάγκες. Ή, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση μιας φίλης Γερμανίδας, η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει παράγοντας μόνο πολιτική.

 

Γνωρίζουν Ιστορία οι Έλληνες ή ακόμα γοητευόμαστε από τους μύθους;

Νομίζω ότι οι εννιά στους δέκα Έλληνες θα σας απαντούσαν πως αγαπούν την Ιστορία και πως φυσικά γνωρίζουν Ιστορία, ασχέτως του εάν έχουν να διαβάσουν κάποιο βιβλίο Ιστορίας από την εποχή που τελείωσαν το σχολείο. Ως εκ τούτου, η απάντηση στο ερώτημά σας είναι μάλλον αυτονόητη. Τώρα, σχετικά με τους μύθους, νομίζω ότι η αντίδρασή μας είναι ανάλογη όλων των άλλων λαών: ένας μύθος που κολακεύει το εγώ μας, συλλογικό ή ατομικό, δεν μπορεί παρά να είναι αρεστός. Επομένως, ένα κακό εκπαιδευτικό σύστημα, όπως είναι αυτό που έχουμε, που δεν διδάσκει την Ιστορία ως έναν τρόπο για να κατανοούμε τη διαφορετικότητα, δεν μπορεί παρά να ενισχύει την προσήλωσή μας σε μύθους, όπως τους λέτε −εθνικές εμμονές θα τις αποκαλούσα εγώ−, δεν μπορεί παρά να καλλιεργεί τα εθνικά μας συμπλέγματα.

 

Η κρίση θεωρείτε ότι μας άλλαξε προς το καλύτερο ή ο ατομικισμός μας είναι ακόμα ενεργός;

Δεν είναι κατ' ανάγκην κακός ο ατομικισμός, εφόσον σέβεται κάποιους κανόνες του παιχνιδιού. Το πρόβλημα κατά τη διάρκεια της κρίσης είναι ότι διαπιστώσαμε, ο καθένας από τη θέση στην οποία βρίσκεται, ότι δεν υπάρχουν κανόνες παιχνιδιού, ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε ατιμωρητί. Νομίζω ότι εκεί βρίσκεται το πρόβλημα. Και η δυσκολία για τις επόμενες κυβερνήσεις θα είναι να πείσουν ότι υπάρχουν κανόνες και εφαρμόζονται.

 

Ο άκρατος καταναλωτισμός των ετών πριν από την κρίση πού οφειλόταν τελικά;

Το πρότυπο δεν ήταν αποκλειστικά ελληνικό, μόνο που στην Ελλάδα ξεπέρασε κάθε λογικό όριο, δεν ανταποκρινόταν στις πραγματικές δυνατότητες των ιδιωτών. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 - αρχές του '90 άρχισε να μειώνεται η ιδιωτική αποταμίευση, λίγο αργότερα ο καταναλωτισμός τροφοδοτήθηκε από τον εύκολο δανεισμό. Το παράδειγμα προς μίμηση βρισκόταν παντού και το καλλιεργούσαν όλοι οι μηχανισμοί δημιουργίας lifestyle. Η χρηματιστηριακή άνθηση πρώτα και ο χαμηλότοκος δανεισμός στη συνέχεια δημιούργησαν μια έκρηξη της κατανάλωσης που ως έναν βαθμό διευκόλυναν και οι κυβερνήσεις της εποχής, μια και σ' αυτόν στηριζόταν η μεγέθυνση της οικονομίας.

 

Είστε υπέρ της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου; Πώς κρίνετε σήμερα την κατάσταση στα ελληνικά πανεπιστημιακά ιδρύματα;

Ναι, ασφαλώς και είμαι υπέρ της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου. Αλλά από μόνο του το μέτρο αυτό δεν θα αλλάξει πολλά πράγματα. Χρειάζεται πολλή προσπάθεια και πολλές αλλαγές προκειμένου να μπουν σε έναν δρόμο τα πανεπιστήμια, που θα τα φέρει στο ίδιο επίπεδο με τα ευρωπαϊκά. Και νομίζω ότι βασικό πρόβλημά τους είναι η απουσία κινήτρων αλλά και γενικότερα στοιχειωδών κανόνων τόσο για τους διδάσκοντες όσο και για τους διδασκόμενους.

 

Γιατί έχουμε σταματήσει να σκεφτόμαστε;

Θα διαφωνήσω μαζί σας. Δεν νομίζω ότι σκεφτόμαστε περισσότερο ή λιγότερο, καλύτερα ή χειρότερα σε σχέση με το παρελθόν. Πολύ απλά έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο κοινοποιούμε τις σκέψεις μας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φοβερός «θόρυβος» μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που δύσκολα επιτρέπει να ακουστούν οι πιο ψύχραιμες απόψεις. Εξάλλου, φοβάμαι ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό κανείς δεν αρέσκεται να ακούει απόψεις οι οποίες μπορεί να μην είναι ευχάριστες για τη ζωή του. Οι εύκολες και οι ευχάριστες προτάσεις, ακόμα και αν είναι εκτός πραγματικότητας, θα επικρατήσουν. Αυτό δεν συνέβη στην Ελλάδα;

 

Ποιος είναι τελικά ο «πλούτος της Ελλάδας»;

Ασφαλώς οι άνθρωποί της και ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται για να δραστηριοποιηθούν οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά.

 

Τι σας έχει μάθει η ενασχόλησή σας με την Ιστορία;

Ότι καμιά κοινωνία δεν πήγε μπροστά χωρίς να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της κατά πρόσωπο.

 

Τι θωρείτε σημαντικό στη ζωή;

Τη γυναίκα μου.

Νομίζουμε ότι γλιτώσαμε από την καταστροφή

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 23 Ιουνίου 2019


Ο ιστορικός του Πανεπιστημίου Αθηνών μιλάει για το περιβάλλον που δημιούργησε η δεκαετία της ύφεσης και για το μέλλον της χώρας

Συνέντευξη στον Μάρκο Καρασαρίνη.

Ο Κώστας Κωστής δεν θέλει να γίνεται ευχάριστος. Ακόμη και όταν μιλά κανείς με βάση απαράγραπτα δεδομένα, όπως αυτά της ελληνικής οικονομίας τον τελευταίο αιώνα, το θέμα του πρόσφατου βιβλίου του «Ο πλούτος της Ελλάδας», μπορεί να βρει τρόπο να ωραιοποιήσει πράγματα και καταστάσεις, αν το επιθυμεί. Ο 62χρονος καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν το έπραξε στη διάρκεια των πολιτικών και επιστημονικών διενέξεων που χαρακτήρισαν τα χρόνια των μνημονίων. «Αλλά έχουμε, φαίνεται, την απαίτηση οι διανοούμενοι να λένε αυτά που μας αρέσουν. Φοβάμαι ότι στη χώρα αυτή έχουμε χάσει την ιδιότητα να σκεφτόμαστε. Το μόνο που ξέρουμε πια είναι να θυμώνουμε» είναι η συνολική διαπίστωσή του όταν η κουβέντα μας φτάνει στον διάλογο αυτόν. Αν και το βιβλίο του είναι μια πλήρης οικονομική (και, σε πολλά σημεία, και πολιτική) ιστορία της Ελλάδας από το 1912 ως σήμερα, η πραγμάτευση της σύγχρονής μας περιόδου προβάλλει ανάγλυφα μέσα από το κείμενο και η δική μας συνομιλία περιστρέφεται γύρω από αυτό – την παγκοσμιοποίηση, τη δεκαετία της μεγάλης ελληνικής ύφεσης, το μέλλον.

Ο πλούτος της Ελλάδας, για να ξεκινήσω από τον τίτλο του βιβλίου, είναι οι πόροι ή το ανθρώπινο δυναμικό της;

«Πάντοτε ο πλούτος μιας χώρας είναι οι άνθρωποι, ο τρόπος με τον οποίο συνεργάζονται ή δεν συνεργάζονται μεταξύ τους, εκπαιδεύονται ή δεν εκπαιδεύονται, είναι κάτι που ισχύει εξ ορισμού. Από εκεί και πέρα ήθελα περισσότερο να δω κάποια πράγματα σε μακρόχρονη προοπτική και να δείξω ότι πρέπει να σκεφτούμε πως η Ελλάδα είναι ακόμη μια πλούσια χώρα, η οποία για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή της δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί αυτόν τον πλούτο της. Το ζητούμενο είναι να παρακολουθήσει κανείς κάτι που συχνά λησμονούμε: πως μια φτωχή ακόμη χώρα πριν από κάποια χρόνια, της οποίας η πολιτική και οι πολιτικοί απέβλεπαν στο να ξεπεραστεί ακριβώς το φάσμα της φτώχειας, κάποια στιγμή το κατάφερε. Σήμερα, η Ελλάδα, παρά την κατάσταση των τελευταίων ετών, εξακολουθεί να συμπεριλαμβάνεται στις ευημερούσες παγκοσμίως χώρες. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να κρατηθεί εκεί».

Θεωρείτε ότι η ευημερία της μεταπολεμικής περιόδου ήταν «το δημιούργημα ενός κράτους που προσπαθεί να δράσει με τη λογική του “νοικοκύρη”». Αυτή η λογική ήταν εφικτό να διατηρηθεί και μετά την είσοδο στην ΕΟΚ;

«Ηταν, και διατηρήθηκε. Η λογική του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν η διασφάλιση των ίδιων κανόνων του παιχνιδιού μέσω καταναγκασμών που θα επιβάλει η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η οποία θα παρείχε τα χρήματα που δεν θα έδιναν πια οι Αμερικανοί. Οι προηγούμενοι κανόνες, οι οποίοι ίσχυαν ως το 1971-1973, το τέλος του Μπρέτον Γουντς και την πετρελαϊκή κρίση, είχαν γίνει σεβαστοί από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις, ακόμη και από αυτή της χούντας. Βέβαια, ήταν κανόνες ευνοϊκοί για εμάς, ήταν μια παγκοσμιοποίηση που έδινε τη δυνατότητα άσκησης εθνικής πολιτικής. Αυτό παύει να υφίσταται μετά το 1973 – και αυτό το ξεχνάμε».

Τι αλλάζει μετά το 1973;

«Αλλάζουν οι όροι της παγκοσμιοποίησης, δεν υπάρχουν οι περιορισμοί του Μπρέτον Γουντς, η φτηνή ενέργεια. Η παγκοσμιοποίηση, πρέπει να πούμε, έχει δύο πλευρές, τον εκδημοκρατισμό και την οικονομία. Στον εκδημοκρατισμό εμείς τα καταφέραμε πολύ καλά. Είναι θεμελιωμένος γερά, πατά καλά στα πόδια του και αντιμετώπισε τις προκλήσεις των τελευταίων ετών πολύ αποτελεσματικά. Στο πεδίο της οικονομίας επιχειρήσαμε να αποφύγουμε το κόστος της παγκοσμιοποίησης με πολλούς τρόπους. Πολλές επαγγελματικές ομάδες σιγά-σιγά κατέκτησαν τον δημόσιο χώρο, κάτι που έφτασε σε ακραίες καταστάσεις με το ΠαΣοΚ. Ακόμη και σήμερα υφίσταται μια πολύ ιδιόμορφη κατάσταση, όπου σε τελική ανάλυση τα πανεπιστήμια ή η ΔΕΗ υπάρχουν περισσότερο για τους εργαζομένους, παρά για να προσφέρουν, ως όφειλαν, τις υπηρεσίες τους στην κοινωνία».

Πότε συνειδητοποίησαν οι ελληνικές πολιτικές ελίτ το βάθος των ευρύτερων αυτών αλλαγών;

«Με μεγάλη καθυστέρηση, στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Ο Καραμανλής επιχείρησε να εισαγάγει την Ελλάδα στην ΕΟΚ για πολιτικούς λόγους, όχι για οικονομικούς. Ο ίδιος και όσοι τον ακολουθούσαν κοιτούσαν προς το παρελθόν. Οι πολιτικές τους ήταν πολιτικές της δεκαετίας του ‘60 που είχαν πια ξεπεραστεί. Οι χώρες που επιχειρούσαν να προχωρήσουν έμπαιναν τότε στις νέες τεχνολογίες και σε επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας. Τυπικό παράδειγμα η Νότια Κορέα, η οποία βρισκόταν στο ίδιο με εμάς επίπεδο εισοδηματικά και ξαφνικά, ενώ εμείς ασχολούμαστε με τα ορυκτά, εκείνη επενδύει στις νέες τεχνολογίες. Οταν έρχεται το ΠαΣοΚ, προβάλλει την αντίληψη ότι για όλα φταίνε οι ξένοι – ή αυτό μεταφέρει. Οι πολιτικές ελίτ αντιλαμβάνονται ότι κάτι πρέπει να γίνει όταν η Ελλάδα κινδυνεύει με κατάρρευση, την περίοδο 1989-1991. Επικρατεί τότε μια σπάνια συναίνεση πολιτικών και κοινωνικών ηγεσιών ως προς τη συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ – το τραγικό είναι ότι αυτή έπαψε τη στιγμή που μπήκαμε».

Από τα μεγέθη της κρίσης που αναφέρετε κρατώ ως ενδεικτικότερο αριθμό για το τι συνέβη το ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας σε σχέση με τον μέσο όρο εκείνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: 76,1% το 2001, 85,7% το 2009, 62,3% το 2016

«Είναι μια οπισθοχώρηση σε επίπεδα δεκαετίας του 1960. Και σημαίνει ότι αν θέλουμε να παρακολουθήσουμε την ευρωπαϊκή ενοποίηση, πρέπει να τρέξουμε γρήγορα για να προλάβουμε τους υπόλοιπους. Αν η απόσταση μεταξύ μας συνεχίσει να μεγαλώνει, φοβάμαι τελικά ακόμη και για την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Δεν έχουμε ακόμη ακριβή επίγνωση του ότι η Ελλάδα υπέστη καταστροφή, νομίζουμε ότι τη γλιτώσαμε. Ενώ θα έπρεπε να σκεφτόμαστε με όρους ανόρθωσης, μιας πολύ δύσκολης μάλιστα ανόρθωσης, που θα μπορούσε να συμβεί με ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις μόνο».

Επισημαίνετε την ανάγκη ξένων επενδύσεων για την εκκίνηση της οικονομίας σε νέες βάσεις. Ωστόσο επικαλείστε συνέντευξη του μέχρι πρότινος επικεφαλής του EuroWorking Group, Τόμας Βίζερ, ο οποίος θεωρεί μεγαλύτερο εμπόδιο όχι τη γραφειοκρατία, αλλά το δικαστικό σύστημα.

«Δείτε τη μεγάλη επένδυση του χρυσού στη Χαλκιδική. Δεν εξετάζουμε αν είναι καλή ή κακή τώρα. Γι’ αυτή την επένδυση, όμως, υπάρχουν τελεσίδικες αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας. Παρ’ όλα αυτά, έχει σκαλώσει. Πρόκειται για προβλήματα στο μεταίχμιο δικαιοσύνης και πολιτικής. Ποιος επενδυτής θα αποφασίσει να ρίξει στην Ελλάδα τα πάρα πολλά χρήματα που έχουμε ανάγκη, όταν τέτοιου τύπου προβλήματα δεν λύνονται σύντομα;».

Γράφετε ότι «η ευθύνη χαρακτηρίζει όλο το μεταπολιτευτικό σύστημα, το οποίο προσπάθησε μέσω του δανεισμού να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες των πρωταγωνιστών του για εξουσία χωρίς να προσφύγει σε αντιπαθή μέτρα».

«Κανείς δεν ήθελε να αναλάβει το κόστος. Προτιμούσε να το φορτώσει σε κάποιους άλλους. Πολύ περισσότερο δεν ήθελε να αναλάβει το κόστος μιας λύσης που θα ήταν επώδυνη για τον ίδιο. Υπάρχουν και ειδικότερες ευθύνες όμως. Η Νέα Δημοκρατία έχει ευθύνη για τα όσα λέγονταν στο Ζάππειο I και II. Είναι κρίμα ότι ένα μεγάλο κόμμα την εποχή εκείνη υποστήριξε ότι υπήρχαν λύσεις, που δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα, δικαιώνοντας όλες τις ακραίες κομματικές μορφές που δρούσαν τότε. Μια τέτοια στάση νομιμοποίησε και άλλους ισχυρισμούς – ότι οι Αγανακτισμένοι έχουν δίκιο, ότι κάποιοι κοροϊδεύουν τον λαό και ούτω καθεξής. Λύσεις δεν υπήρχαν σε αφθονία, ας μην έχουμε αυταπάτες».

Παρατηρείτε ωστόσο ότι μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ενωσης υπήρχε «απουσία κανόνων αλληλεγγύης».

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ήταν προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο πρόβλημα και όταν αντελήφθη ότι όφειλε να το αντιμετωπίσει, διαφορετικά το κόστος θα ήταν πολύ μεγαλύτερο, δεν ήξερε τι να κάνει. Είναι εμφανές ότι στην αρχή απλώς ενοχοποιούμε οι μεν τους δε και οι μόνοι που έχουν συνείδηση του μεγέθους του ζητήματος είναι οι Αμερικανοί που παρεμβαίνουν και πιέζουν προς όφελός μας. Διαβάζοντας κανείς τα οικεία σημεία του Stress Test, του βιβλίου που έγραψε ο τότε αμερικανός υπουργός Οικονομικών, ο Τίμοθι Γκάιτνερ, κατανοεί ότι εκείνοι αντιλαμβάνονταν πως η περίπτωση της Ελλάδας στη δεδομένη στιγμή μπορούσε να πάει τα πάντα πίσω σε παγκόσμια κλίμακα».

Ως ζωτικά προβλήματα καταμετράτε το συνταξιοδοτικό, την ανεργία, την υψηλή φορολογία, το κλειστό και αυτοαναπαραγόμενο πολιτικό σύστημα. Τι προοιωνίζονται αυτά για το μέλλον;

«Εξακολουθώ να πιστεύω ότι πολύ δύσκολα θα βρούμε λύσεις μέσα από την ίδια την ελληνική πραγματικότητα. Δεν είμαι αισιόδοξος και ευελπιστώ ότι θα προχωρήσει μια ευρωπαϊκή ενοποίηση που θα παρασύρει την Ελλάδα προς ένα καλύτερο μέλλον. Φοβούμαι ότι αν συνεχίσουμε έτσι, δεν θα πάμε πολύ μακριά. Αισθάνομαι ότι η κυβέρνηση που έχουμε ακόμη είναι μια κυβέρνηση που λειτουργεί με τα δεδομένα των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80. Είμαι ένας ευρωπαϊστής που ελπίζει πολλά από την Ευρώπη και παρά το γεγονός ότι έχουμε διεθνώς μπει σε περίοδο αποπαγκοσμιοποίησης, όπως επεσήμανε ήδη πριν από δέκα χρόνια ο ιστορικός Χάρολντ Τζέιμς, αν σκεφτεί κανείς μια νέα έξαρση οικονομικών προβλημάτων ή μια ένταση των προβλημάτων της περιοχής, θα ήταν αστείο να σκεφτούμε μια Ελλάδα μόνη της, απομονωμένη σε αυτή την περιοχή του κόσμου. Αντιμετωπίζουμε όμως ένα είδος τριλήμματος: κινδυνεύουμε να έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα στη δημοκρατία, στην οικονομική μεγέθυνση και στη συμμετοχή μας στην παγκοσμιοποίηση, δηλαδή στη ζώνη του ευρώ. Τα επιδιώξαμε και τα τρία, τα θέλαμε και τα τρία, βαδίσαμε από το 1945 ως σήμερα με αυτά ως αξίες και στόχους. Δεν θα ήταν κρίμα το 2021, φέρ’ ειπείν, να πάμε να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση φτάνοντας στο σημείο να επιλέγουμε γιατί δεν θα μπορούμε να τα επιτύχουμε ταυτόχρονα;».

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ANDRO

Δημοσιεύτηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2019


Μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξη εδώ

Δυσοίωνο μέλλον

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή της 5-6 Ιανουαρίου 2019


​​Σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και επιτεινόμενης διεθνούς αβεβαιότητας, οι στόχοι για την Ελλάδα θα έπρεπε να είναι μάλλον αυτονόητοι: προσέλκυση στο εθνικό έδαφος όσο το δυνατόν περισσότερων επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας, δημιουργία ενός εκπαιδευτικού συστήματος που να μπορεί να υποστηρίζει τις επενδύσεις αυτές και, τέλος, μια πολιτική αναδιανομής του εισοδήματος, που δεν θα αποτελούσε βάρος στην παραγωγική δραστηριότητα, μα, συνάμα, θα εξασφάλιζε και ένα στοιχειωδώς αξιοπρεπές επίπεδο διαβιώσεως σε όσους έχουν ανάγκη. Θα μπορούσε, επομένως, κάποιος να υποστηρίξει ότι θα δικαιούμασταν να αισιοδοξούμε για το 2019 εφόσον διαπιστώναμε ότι οι παραπάνω στόχοι έχουν υιοθετηθεί από την κυβέρνηση που θα βρίσκεται στην εξουσία και επιδιώκεται η εφαρμογή των επιμέρους μέτρων που απαιτούνται για την υλοποίησή τους.

Φοβάμαι, ωστόσο, ότι τα δέκα χρόνια που πέρασαν έχουν πείσει τους πάντες ότι τίποτα τέτοιο δεν θα συμβεί. Το πρόβλημά μας δεν αφορά τα πρόσωπα, παρά σε πολύ μικρή έκταση, αλλά γενικότερα ένα πολιτικό σύστημα που διαχειρίστηκε το κράτος με τη λογική της λεηλασίας και που έδειξε την αδυναμία του να αυτο-μεταρρυθμιστεί προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών. Και αυτό, βεβαίως, δεν ισχύει μόνο για την οικονομία αλλά και για την ποιότητα της δημοκρατίας στην Ελλάδα, που επιδεινώνεται με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Την ίδια στιγμή, οι ελίτ της χώρας αποδείχθηκαν απρόθυμες ή ανίκανες να προωθήσουν ένα διαφορετικό παράδειγμα για το μέλλον της χώρας.

Η Ελλάδα, έτσι όπως είναι αυτήν τη στιγμή, δεν έχει μέλλον. Μισή μονάδα πάνω ή κάτω στη μεγέθυνση της οικονομίας της μέσα στο 2019 μικρή σημασία θα έχει. Δέκα χρόνια μετά την κρίση εξακολουθούμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και να μην έχουμε λύσει ουσιαστικά κανένα από τα προβλήματα που την κατέστησαν μη ανταγωνιστική διεθνώς. Η χώρα χρειάζεται δραματικές αλλαγές σε όλους τους τομείς για να μπορέσει να σταθεί στο διεθνές περιβάλλον, αλλά και να ανταποκρίνεται στις στοιχειώδεις απαιτήσεις των πολιτών της.

Αντ’ αυτού, εξακολουθεί να βρίσκεται στο έλεος των πολιτικών σκοπιμοτήτων, των ομάδων πίεσης και μιας κουλτούρας του βολέματος και της αναξιοκρατίας, που ενθαρρύνει τον φανατισμό και τον αυταρχισμό.

Ολα αυτά δεν πρόκειται να αλλάξουν το 2019.

Εύχομαι και ελπίζω να πέφτω τελείως έξω στις προβλέψεις μου.

Εξαρτημένοι από θεωρίες εξάρτησης

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 05/06/2017

Εχουν συμβάλει οι ξένες δυνάμεις στον εκσυγχρονισμό της χώρας ή την οδηγούν στην υποτέλεια; Ο τρόπος που τίθεται το ερώτημα προεξοφλεί σε μεγάλο βαθμό την απάντηση, υποδηλώνοντας μία επιμονή στην ανάγνωση της ιστορίας της χώρας μας με ηθικούς και εξαιρετικά απλοϊκούς όρους. Το πραγματικό ζητούμενο είναι να κατανοηθεί ο τρόπος με τον οποίο εντάσσεται η Ελλάδα στο εκάστοτε σύστημα διεθνών σχέσεων και οι λόγοι για τους οποίους οι δανειστές της παρεμβαίνουν στα εσωτερικά της ζητήματα.

Στον βαθμό, επομένως, που αναζητούμε καλούς ή κακούς ξένους, που είτε εκμεταλλεύονται τους (αναγκαστικά πάντοτε καλούς) Ελληνες ή στο πλαίσιο ενός απροσδιόριστου φιλελληνισμού προωθούν τον εκσυγχρονισμό της χώρας, ικανοποιούμε τα εθνικά μας συμπλέγματα και εξυπηρετούμε τις πολιτικές μας σκοπιμότητες. Δεν κερδίζουμε όμως τίποτε ούτε σε γνώση ούτε σε πολιτική αποτελεσματικότητα. Αδυνατούμε δε να παρακολουθήσουμε τη δυναμική της αλλαγής που μας παρασύρει.

Τα σχήματα αυτά βεβαίως δεν είναι αποκλειστικά ελληνικά. Μπορούμε να τα συναντήσουμε σε όλα τα κράτη που βρίσκονται σε θέση αντίστοιχη με αυτήν της Ελλάδας. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε να μας βάζει σε σκέψεις όταν υιοθετούμε για τους δανειστές τις αφελείς λογικές της εξάρτησης και της υποτέλειας ή του παράγοντα εκσυγχρονισμού μιας χώρας.

Ολα τα κράτη εντάσσονται σε ένα ιεραρχημένο διεθνές σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου επιδιώκουν να βελτιώσουν τη θέση τους. Στη λογική αυτή μπορεί να παρεμβαίνουν στις οικονομίες άλλων χωρών, όπως συμβαίνει στην ελληνική περίπτωση – όχι ανιδιοτελώς, αλλά προκειμένου να εξασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα. Οι παρεμβάσεις αυτές έχουν ως στόχο να επιβάλουν στις χώρες που βρίσκονται στην ανάγκη να αποδεχθούν τις παρεμβάσεις αυτές, τη συμμόρφωση στους κανόνες του διεθνούς παιγνιδιού. Σε πολλές περιπτώσεις οι παρεμβάσεις των δανειστών μπορεί να έχουν «εκσυγχρονιστικό» χαρακτήρα, καθώς επιτρέπουν στις χώρες να προσαρμόσουν το θεσμικό τους πλαίσιο στα νέα διεθνή δεδομένα, κάτι το οποίο από μόνες τους ενδεχομένως να μην μπορούσαν να πετύχουν.

Αυτό το οποίο πάντως λησμονούμε είναι ότι ο εκσυγχρονισμός –όρος που έχει κακοπάθει και μάλλον δεν είναι ιδιαίτερα ευρετικός στη χρήση του– δεν έχει αποκλειστικά θετικό πολιτικό πρόσημο. Πολύ συχνά έχει και αρνητικό πρόσημο, όπως στην περίπτωση αυταρχικών καθεστώτων που προχωρούν σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της προσαρμογής τους στο μεταβαλλόμενο διεθνές πλαίσιο, οι οποίες εξυπηρετούν αποκλειστικά τη διαιώνιση των καθεστώτων αυτών.

Ολα αυτά δεν είναι πρωτότυπα. Ωστόσο λησμονούνται τόσο στις εγχώριες δημόσιες συζητήσεις, όσο και, πολύ συχνά, στην επιστημονική παραγωγή. Εκείνο δε που φαντάζει ιδιαιτέρως παράδοξο είναι ότι ακόμη και νέοι επιστήμονες επιμένουν και εξακολουθούν να υιοθετούν εργαλεία από τις (πεντηκονταετείς και πλέον) θεωρίες της εξάρτησης. Ισως γιατί έτσι αισθάνονται ότι μπορούν να δικαιολογήσουν τις κομματικές-πολιτικές επιλογές τους και είναι σε θέση να εμφανιστούν όχι ως κάποιοι κοινωνικοί επιστήμονες μεταξύ άλλων, αλλά ως τιμητές όσων θεωρούν αντιπάλους τους.

Επίσης, λησμονούμε πολύ συχνά ότι επιλογές που πραγματοποιούνται σε διεθνή κλίμακα και οι οποίες λίγο ή πολύ επιβάλλονται σε μέλη του συστήματος, δεν είναι πανάκεια για την ομαλή λειτουργία του. Παρατηρούνται πολύ συχνά και αποτυχίες. Ισως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απέλπιδα προσπάθεια της Αγγλίας να επιστρέψει στον χρυσό κανόνα κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, χωρίς να υφίστανται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Το σύστημα δεν μπόρεσε να επιβιώσει επί μακρόν, παρασέρνοντας και τις χώρες που είχαν συνδεθεί με τη λίρα, μεταξύ αυτών και την Ελλάδα.

Τα κοντά διακόσια χρόνια της ιστορίας του ελληνικού κράτους πείθουν πως οι απλοϊκές αναγνώσεις δεν μας βοηθούν να καταλάβουμε πότε η Ελλάδα μπόρεσε να επωφεληθεί από το διεθνές περιβάλλον της. Αντιθέτως, αν προσπαθούσαμε να κατανοήσουμε το τι διακυβεύεται στο παγκόσμιο σύστημα τις τελευταίες δεκαετίες, θα καταλαβαίναμε γιατί βρισκόμαστε σε μία οικτρή θέση σήμερα, και γιατί η λογική των καλών και κακών ξένων δεν αποτελεί παρά μια προσπάθεια να συγκαλυφθούν οι τραγικές πολιτικές ευθύνες που υπάρχουν.

Περί Ιστορίας, Ιστορικών και άλλων Διανοουμένων...

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 20/12/2015

Η κρίση τελικά έχει απροσδόκητες συνέπειες στη συμπεριφορά μας, ατομική αλλά και συλλογική. Ας πάρουμε για παράδειγμα τους διανοούμενους. Μέχρι πρόσφατα παρουσιάζονταν λαλίστατοι, δραστήριοι σε όσες περιπτώσεις αισθάνονταν ότι παραβιάζονταν βασικές αρχές και δικαιώματα, ανθρώπινα, δημοκρατικά, επιστημονικά: συνέτασσαν κείμενα διαμαρτυρίας, φρόντιζαν να συλλέξουν υπογραφές, δημοσίευαν ψηφίσματα. Και καλά έκαναν…

Αισθάνομαι λοιπόν μάλλον αμήχανα βλέποντας συναδέλφους μου που δεν σηκώνουν (ή έστω σήκωναν) μύγα στο σπαθί τους στα θέματα αυτά, να σιωπούν, μάλλον επιδεικτικά στην υπόθεση Richter.

Δεν γνωρίζω προσωπικά τον Heinz Richter και έχω διαβάσει μόνο ορισμένα από τα δημοσιεύματα του. Θα προσθέσω ότι το στυλ ιστοριογραφίας που ασπάζεται δεν με συνεπαίρνει, αλλά δεν μπορώ παρά να θαυμάσω το μέγεθος και τη συνέπεια του έργου του, ένα έργο με πολύ αφοσίωση τόσο στο αντικείμενό του, την ιστορία, όσο και στην Ελλάδα. Πιστεύω δε ειλικρινά ότι ορθά έχει πράξει το ελληνικό κράτος και τον παρασημοφόρησε στο παρελθόν, όπως ορθά έπραξε το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης που τον ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα.

Θα υποστηρίξω επίσης ότι είναι δικαίωμα του καθενός, εφόσον πιστεύει ότι διαπράττεται αδίκημα να προσφεύγει στη δικαιοσύνη.

Πιστεύω όμως, ακόμη, ότι οι έλληνες ιστορικοί, αλλά και γενικότερα οι κοινωνικοί επιστήμονες και γιατί όχι οι διανοούμενοι της χώρας, εφόσον θέλουν να σέβονται τον εαυτό τους και να τους σέβονται και οι άλλοι, θα έπρεπε να είχαν διακηρύξει την αντίθεσή τους στην παραπομπή σε δίκη του Heinz Richter με τον λεγόμενο αντιρατσιστικό νόμο. Φαντάζομαι, για παράδειγμα, ότι η «επιτροπή σοφών» για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, στο σύνολό της αλλά και τα μέλη της, θα συμπεριλαμβάνει στις αρχές και αξίες επί των οποίων θα συγκροτήσει τις προτάσεις της και τη δυνατότητα του κάθε συγγραφέα να διατυπώνει τις απόψεις του και να κρίνεται με βάση τα κριτήρια της τέχνης του, και όχι με βάση τις απόψεις ενός εισαγγελέα, ενός στρατηγού και ενός βουλευτή. Είναι το λιγότερο που θα περίμενε κανείς. Νομίζω όμως πώς μόνο ένας ή δύο μέλη της «επιτροπής» αντέδρασαν στο θέμα Richter. Αλλά και τα Τμήματα Ιστορίας ανά την Ελλάδα, με ελάχιστες λαμπρές, και μία κακομοίρικη, εξαιρέσεις, φαίνεται να αποδέχονται ότι η δουλειά του ιστορικού αποτελεί αντικείμενο δικαστικής διαμάχης, εφόσον δεν αντιδρούν σε αυτό που συμβαίνει.

Περιορίζομαι στους ιστορικούς αλλά το ζήτημα αφορά ολόκληρη την ακαδημαϊκή κοινότητα, η οποία δείχνει ελάχιστη ευαισθησία σε αυτό το θέμα. Γιατί τα πανεπιστήμια δεν αντέδρασαν παρά σε πολύ μικρή έκταση και συχνά υποτονικά. Ελάχιστος θόρυβος γίνεται γύρω από το θέμα αυτό που μας μειώνει ως επιστημονική κοινότητα, αλλά και ως χώρα. Αλλά μας μειώνει ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι αποδέχονται, κατά πλειοψηφία και σιωπηρά, μία πρακτική η οποία αφορά άμεσα και τους ίδιους. Να θυμηθώ το πώς αντέδρασαν οι ιστορικοί με την υπόθεση του «συνωστισμού»; Όχι καλύτερα, γιατί η αντιπαραβολή των δύο παραδειγμάτων δεν μας κολακεύει. Να θυμηθώ άλλα ανάλογα παραδείγματα; Πάλι όχι… Να θυμηθώ ότι πολλοί υπέγραψαν κατά του αντιρατσιστικού νόμου, ενώ τώρα σιωπούν; Να θυμηθώ εκείνους που διερρήγνυαν τα ιμάτια τους και ζητούσαν νέα Ε.Α.Μ. εναντίον των πολιτικών λιτότητας, πράγμα που ήταν αναμφισβήτητο δικαίωμά τους, ενώ τώρα που η ελευθερία του λόγου τους τίθεται υπό αμφισβήτηση σιωπούν. Ξανά όχι, γιατί θλίβομαι. Ούτε θα θυμηθώ τους διάφορους συλλόγους και επιστημονικές εταιρείες που έχουν ως στόχο την προαγωγή της ιστορίας. Ποιος είπε ότι η κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα είναι σοβαρή, όταν δεν διεκδικεί τα συμφέροντά της;

Φαίνεται λοιπόν ότι κάτι έχει συμβεί. Και ελπίζω να μην είναι αλλοίωση συνειδήσεων, τέτοια που οδηγεί ανθρώπους που έχουν υποφέρει για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους να σιωπούν τώρα και να είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν τα πάντα, ακόμη και εκείνα που αντίκεινται στις στοιχειώδεις ανάγκες και δικαιώματα άσκησης της δουλειάς τους.

Το Αλουμίνιον της Ελλάδος

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 2/7/2015.

Το Αλουμίνιον Α.Ε., διάδοχος επιχείρηση του Αλουμινίου της Ελλάδος Α.Ε., εξακολουθεί και είναι μία από τις λίγες ελληνικές επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν κατά την ένδοξη για την ελληνική μεταποίηση δεκαετία του 1960 και που συνεχίζει να παράγει και να διατηρεί την ανταγωνιστικότητά του σε μία σκληρή και εν πολλοίς απρόβλεπτη διεθνή αγορά. Ενα μέρος της μακρόχρονης επιτυχίας του οφείλεται σε μία ιδιαιτερότητα: αποτελεί μιαν από τις σπάνιες περιπτώσεις σε διεθνές επίπεδο πλήρους καθετοποιημένης επιχείρησης βωξίτη –αλουμίνας– αλουμινίου, με ισχυρότατη εξαγωγική επίδοση και τεχνικές επιδόσεις που, ακόμη και σήμερα, θα τις ζήλευαν πολλές κατά πολύ νεότερες επιχειρήσεις του κλάδου. Αυτό είναι ένα βασικό στοιχείο που εξηγεί την επιβίωσή του τη στιγμή που επιβαρυνόταν με υψηλότερο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές του.

Το σημαντικότερο μεταποιητικό εγχείρημα της εποχής

Η απόφαση για τη δημιουργία του Αλουμινίου της Ελλάδος ήταν πέρα από οτιδήποτε άλλο μία πολιτική απόφαση. Για την κυβέρνηση του Κων. Καραμανλή, η ίδρυση ενός εργοστασίου αλουμινίου εντασσόταν στην πολιτική της για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και ανταποκρινόταν σε μία αντίληψη για το κράτος ως μηχανισμό που εξασφαλίζει τα ιδιωτικά συμφέροντα και δίνει κίνητρα για την αξιοποίηση των ελληνικών και ξένων κεφαλαίων. Στο οικονομικό πεδίο, η ίδρυση του Αλουμινίου της Ελλάδος αντιπροσώπευε τη λογική της αξιοποίησης των φυσικών πόρων της χώρας, μια λογική που συμμερίζονταν όλες οι πολιτικές παρατάξεις της εποχής, αλλά που στις απλοϊκές εκφάνσεις της κατά τη δεκαετία του 1960 πολύ δύσκολα μπορούσε να εξασφαλίσει το ζητούμενο, δηλαδή την ανάπτυξη. Η προσφυγή στο ξένο κεφάλαιο, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση στο γαλλικό, προσέφερε την πρόσβαση σε μία υψηλή τεχνολογία που ήταν εκτός των δυνατοτήτων της ελληνικής πραγματικότητας. Τέλος, η δημιουργία του Αλουμινίου της Ελλάδος αποτελούσε τη βασική προϋπόθεση για την ενοποίηση και ανάπτυξη της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, όρο απαράβατο για την εκβιομηχάνιση της χώρας, μέσω της δημιουργίας και ενίσχυσης ενός κρατικού μονοπωλίου, της ΔΕΗ.

Το ενδιαφέρον στην υπόθεση αυτή είναι ότι ο βολονταρισμός ή με τους όρους του Ευ. Χατζηβασιλείου, ριζοσπαστισμός του Κων. Καραμανλή και των υπουργών του, οδήγησαν στην απόφαση για τη δημιουργία μιας μονάδας αλουμινίου, αποφεύγοντας την παγίδα ικανοποίησης των φιλοδοξιών εκβιομηχάνισης της χώρας μέσω της κατασκευής μιας μονάδας αλουμίνας, όπως θα μπορούσε να είχε συμβεί και όπως είχε επανειλημμένως προταθεί στην ελληνική κυβέρνηση, δεδομένης της ανεπάρκειας αλλά και του υψηλού κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι στις χώρες όπου επιδιώκοντας την ανάπτυξή τους μέσω της αξιοποίησης των εγχώριων φυσικών πόρων, κατασκευάστηκε μόνο μονάδα αλουμίνας, τα αποτελέσματα για την ανάπτυξη της οικονομίας ήσαν απογοητευτικά έως περιορισμένα.

Η φυγή λοιπόν προς τα εμπρός που επιλέγει η κυβέρνηση Κων. Καραμανλή στα τέλη της δεκαετίας του 1950 μπορεί να μην ήταν με αυστηρά οικονομικούς όρους δικαιολογημένη, αλλά τα αποτελέσματα ήσαν μάλλον εντυπωσιακά, εφόσον στη βάση αυτής της λογικής μετασχηματίστηκε η μεταπολεμική ελληνική οικονομία. Το Αλουμίνιον της Ελλάδος Α.Ε. υπήρξε το σημαντικότερο μάλλον μεταποιητικό εγχείρημα της εποχής και ενδεχομένως το καλύτερο δείγμα του πώς αντιλαμβάνονταν οι πολιτικοί της εποχής την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Πιο ειδικά για τις κυβερνήσεις του Κων. Καραμανλή, η επιδότηση της τιμής την οποία κατέβαλλε για το ηλεκτρικό ρεύμα το Αλουμίνιον της Ελλάδος αντιπροσώπευε το κόστος που έπρεπε να πληρώσει η Ελλάδα για τον εκσυγχρονισμό της και για τη δημιουργία βαριάς βιομηχανίας, για τη μετατροπή της τέλος, σε μία ανεπτυγμένη οικονομία, έστω και με τις αδυναμίες της.

Εντονη κριτική για την επένδυση που δόθηκε στους «ξένους»

Στην επένδυση του αλουμινίου και στην κυβέρνηση Καραμανλή προσήφθη τότε ότι προσέφερε πάρα πολλά για να πάρει πολύ λίγα. Εως ένα βαθμό αυτό είναι σωστό, αλλά θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του ότι τα διαπραγματευτικά περιθώρια που διέθετε η κυβέρνηση αρχικά ήταν πολύ περιορισμένα. Προϊόντος του χρόνου και όσο η ξένη επενδυτική δραστηριότητα εδραιωνόταν στην Ελλάδα, οι ελληνικές κυβερνήσεις ήσαν σε θέση να διεκδικήσουν και να πάρουν περισσότερα από τους ξένους επενδυτές, συμπεριλαμβανομένης και της Pechiney. Στο κάτω κάτω όλο το πρόβλημα βρισκόταν στη λέξη «ξένους», μιας και όλη η κριτική που ασκήθηκε στην επένδυση του αλουμινίου είχε να κάνει με το γεγονός ότι την επένδυση την πραγματοποιούσαν ξένοι και ότι, σύμφωνα με αυτήν, τα οφέλη δεν θα έμεναν στην Ελλάδα. Ετσι, η πριμοδότηση της τιμής του ρεύματος από μέρους του ελληνικού κράτους ήταν το σύμβολο της «στυγνής» εκμετάλλευσης που γνώριζε η ελληνική οικονομία από το ξένο κεφάλαιο. Υπογράμμιζε στη λογική εκείνων που ήσαν αντίθετοι με την επένδυση της Pechiney, και που συχνά ήσαν καθ’ όλα σοβαροί πολιτικοί και επιστήμονες, τους λόγους για τους οποίους η ελληνική οικονομία δεν μπόρεσε ποτέ να αναπτυχθεί σύμφωνα με τις δυνατότητές της, ή με ό,τι πίστευαν ότι ήσαν οι δυνατότητές της.

Ελεγε λοιπόν ο Ανδρέας Παπανδρέου, την εποχή που διεκδικούσε την εξουσία, «Επιχειρήσεις όπως είναι λ.χ. η Πεσινέ έχουν πάρα πολύ λίγα προσφέρει στην οικονομία της χώρας. Αντίθετα έχουν κυριολεκτικά κερδοσκοπήσει σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου με τους απίθανους όρους κάτω από τους οποίους έχουν λειτουργήσει. Η επιδότηση π.χ. του ηλεκτρικού ρεύματος είναι σκανδαλώδης. Αν λογαριάσει κανείς στη ζωή της Πεσινέ έως τώρα ποια είναι η κρατική επιδότηση θα καταλήξει σε αριθμούς φανταστικούς! Ο ορυκτός πλούτος ανήκει σε ολόκληρο τον λαό». Ολα αυτά λέγονταν από τον αρχηγό ενός κόμματος, το οποίο όταν ανέλαβε την εξουσία είχε ως πάγιο στοιχείο της πολιτικής του την κρατική επιδότηση της βιομηχανίας. Ουδέποτε βεβαίως δόθηκαν κάποια στοιχεία για τους «φανταστικούς αριθμούς», αλλά στον λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ της πρώιμης εποχής η εκμετάλλευση της Ελλάδας από τους ξένους έπαιζε έναν κυρίαρχο ρόλο στη συνθηματολογία του και βεβαίως είχε πολύ μεγάλη απήχηση.

Ευρύτερα αποτελέσματα

Αν όμως επιμείνει κανείς στα θεμέλια της κριτικής που ασκήθηκε στην επένδυση του αλουμινίου, δηλαδή στην εξαγωγή κεφαλαίων και κερδών εκ μέρους του Αλουμινίου της Ελλάδος προς τον μητρικό όμιλο και παρά τα όσα έχουν γραφτεί, δεν θα μπορούσε να προβεί σε εντυπωσιακές διαπιστώσεις που να θεμελιώνουν τις όποιες ενστάσεις έχουν προβληθεί. Αν δε κανείς διευρύνει τον ορίζοντα ως προς τη γενικότερη παρουσία και επίδραση που άσκησε το Αλουμίνιο της Ελλάδος Α.Ε. στην ελληνική οικονομία, τότε η λογική αυτή αποδεικνύεται σε πολύ μεγάλο βαθμό εσφαλμένη εφόσον παραγνώριζε τα ευρύτερα αποτελέσματα που είχε η δημιουργία του εργοστασίου του Αγίου Νικολάου με κυρίαρχη τη δημιουργία και ανάπτυξη της βιομηχανίας μετασχηματισμού αλουμινίου. Οχι λιγότερο σημαντικό ήταν το θέμα της εισαγωγής τεχνολογίας και εξοικείωσης με αυτήν μεγάλου αριθμού Ελλήνων μηχανικών και τεχνικών. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς πολλές άλλες παράπλευρες συνέπειες της δημιουργίας του Αλουμινίου της Ελλάδος, με σημαντικότερη ίσως τη συμμετοχή του στην ανάπτυξη της ελληνικής ενεργειακής οικονομίας, κάτι που συνήθως παραβλέπεται: η κατασκευή των φραγμάτων του Αχελώου και η εξαγορά της Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών που ελεγχόταν από αγγλικά συμφέροντα θα ήταν αδύνατες χωρίς την επένδυση του αλουμινίου, ή τουλάχιστον θα είχαν καθυστερήσει για πολλά χρόνια ακόμη. Οι συνέπειες, τέλος, για την περιφερειακή ανάπτυξη δεν μπορούν να παραγνωρισθούν.

Αδυναμία σχεδιασμού πολιτικής για τη βιομηχανία

Η σύμβαση για την επένδυση του αλουμινίου υπογράφτηκε το 1960, το εργοστάσιο άρχισε να λειτουργεί το 1966 και μέχρι το 1974, το Αλουμίνιον της Ελλάδος Α.Ε. έχει αναδειχθεί σε μία από τις κορυφαίες βιομηχανίες που δημιούργησαν το ελληνικό οικονομικό «θαύμα». Από τη χρονιά αυτή και μετά, κυρίως δε από το 1990 έχει κανείς την αίσθηση ότι το Αλουμίνιον της Ελλάδος είναι ένα σκάφος που πλέει μόνο του, τη στιγμή που η ελληνική μεταποίηση δείχνει να βουλιάζει. Το γεγονός ότι ανήκε σε έναν πολυεθνικό όμιλο ασφαλώς το διασώζει από τις πιέσεις που θα δεχόταν αν λειτουργούσε σε ένα αμιγώς ελληνικό περιβάλλον.

Βλέποντας δε εκ των υστέρων την αντίθεσή του με τη ΔΕΗ και το ελληνικό κράτος κυρίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, εκείνο που θα μπορούσε κανείς να συγκρατήσει δεν είναι η διένεξη για την πληρωμή υψηλότερων τιμών για την ενέργεια που πωλείται στην επιχείρηση. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένο και μέσα στο πλαίσιο των κανόνων του παιγνιδιού. Αντιθέτως, εκείνο που δεν παύει να εντυπωσιάζει είναι η αδυναμία του ελληνικού κράτους και κατ’ επέκταση της ΔΕΗ να συλλάβει και να σχεδιάσει μία πολιτική για τη βιομηχανία και γενικότερα για την οικονομία, η οποία θα ξέφευγε από τους στενούς ορίζοντες της αξιοποίησης του φυσικού πλούτου της χώρας και την πρακτική ενός οικονομικού εθνικισμού με ιδιοτελή κριτήρια. Μια πολιτική δηλαδή που θα δημιουργούσε τις δυνατότητες για μία ανταγωνιστική βιομηχανία υψηλής προστιθέμενης αξίας. Το βήμα αυτό δεν έγινε ποτέ. Δεν υπήρξε καν η σκέψη για κάτι τέτοιο και από τη δεκαετία του 1990 η λογική για την αναγκαιότητα της βιομηχανίας ως μοχλού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ή έστω ως απαραίτητου συστατικού της, καταρρέει σαν να μην υπήρξε ποτέ. Στα χρόνια που ακολούθησαν τη μεταπολίτευση, η ελληνική βιομηχανία κλήθηκε να καταβάλει το τίμημα της ικανοποίησης των «μεγάλων προσδοκιών». Ισως να μην είναι συμπτωματικό ότι σήμερα, στις συνθήκες οξύτατης κρίσης, και με αμφίβολο το μέλλον των υπολειμμάτων της ελληνικής μεταποίησης, ακούγονται οι ίδιες φωνές που από τη δεκαετία του 1940 και μετά θεωρούσαν ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας την αξιοποίηση του φυσικού πλούτου της χώρας. Είναι αργά όμως πλέον.

Πόλεμοι Φθοράς

Δημοσιεύθηκε στην Huffington Post-Greece στις 20/7/2015.

στις 20/7/2015. Οι καταστάσεις που ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα δεν είναι πρωτόγνωρες. Μπορούμε να τις συναντήσουμε και σε πολλές άλλες χώρες, θα μπορούσα πολύ γρήγορα να αναφέρω το παράδειγμα των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, της Λατινικής Αμερικής και της ΝΑ Ασίας. Μπορούμε όμως να τις συναντήσουμε και στην Ελλάδα στο παρελθόν και μάλιστα αρκετές φορές. Ενδεικτικά αναφέρω τα τέλη του 19ου αιώνα, τη δεκαετία του 1920 αλλά και την περίοδο της ανασυγκρότησης.

Όμως ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό των περιπτώσεων αυτών; Καλό θα ήταν να μην κάνουμε λόγο για κρίσεις, όρος που στο τρέχον λεξιλόγιο είναι εξαιρετικά ασαφής, αλλά για προσπάθειες σταθεροποίησης της οικονομίας.

Πιο ειδικά, πολύ συχνά διάφορες χώρες, η Ελλάδα μεταξύ αυτών, ακολουθούν πολιτικές που είναι σαφές και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς το σημείο αυτό, ότι δεν είναι βιώσιμες μακροχρόνια. Για παράδειγμα, πολιτικές μεγάλων ελλειμμάτων που συνεπάγονται εκρηκτική αύξηση του δημοσίου χρέους συνεχίζονται, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τέτοια ελλείμματα αργά ή γρήγορα θα πρέπει να εξαλειφθούν. Ας πάρω το ελληνικό παράδειγμα: για τον Υπουργό των Οικονομικών του Χαρίλαου Τρικούπη, Ανάργυρο Σιμόπουλο, η Ελλάδα βρισκόταν σε πτώχευση ήδη από το 1882, και όμως ο δανεισμός εξακολούθησε μέχρι το 1893, οπότε ήλθε η πτώχευση.

Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι γιατί οι χώρες αυτές δεν προχωρούν σε μία σταθεροποίηση αμέσως μόλις γίνεται φανερό ότι οι πολιτικές που εφαρμόζονται δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήσουν και ότι αλλαγή στην πολιτική θα επέλθει έτσι και αλλιώς κάποια στιγμή. Και μάλιστα όσο καθυστερεί η σταθεροποίηση της οικονομίας τόσο υψηλότερο θα είναι το κόστος που θα καταβληθεί για αυτήν. Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις για μια τέτοια στάση. Άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο πειστικές. Περιορίζομαι να αναφερθώ σε εκείνην που θεωρώ ως την πιο πειστική. Η εξήγηση αυτή περιστρέφεται γύρω από την κατανόηση της διαδικασίας που οδηγεί στην σταθεροποίηση ως ενός αγώνα φθοράς μεταξύ διαφόρων κοινωνικό-οικονομικών ομάδων με αντιτιθέμενους διανεμητικούς στόχους. Ο όρος αγώνας φθοράς προέρχεται από τη βιολογία. Η σταθεροποίηση επέρχεται όταν μία πολιτική εδραίωση - παγιοποίηση οδηγεί σε λύση τη διανεμητική σύγκρουση.

Πιο ειδικά σε περιπτώσεις όπως αυτές που περιέγραψα και όπως αυτή που ζούμε υπάρχει μία πολιτική συμφωνία για την ανάγκη δημοσιονομικής αλλαγής, αλλά συνάμα και πολιτικό αδιέξοδο για το πώς το βάρος των υψηλότερων φόρων ή της περικοπής των δαπανών θα κατανεμηθεί. Και από τη σημερινή πραγματικότητα γίνεται εύκολα φανερό ότι η πολιτική αντιπαράθεση για τη σταθεροποίηση έχει ως κεντρική μεταβλητή το ζήτημα της διανομής.

Όταν η σταθεροποίηση επέρχεται, συμπίπτει με μία πολιτική σταθεροποίηση. Συχνά η μία από τις εμπλεκόμενες πλευρές καθίσταται πολιτικά κυρίαρχη. Το βάρος της σταθεροποίησης είναι συχνά πολύ άνισο με τις ομάδες που είναι πολιτικά πιο αδύναμες να υφίστανται και τη μεγαλύτερη επιβάρυνση. Συχνά αυτό σημαίνει και τις φτωχότερες ομάδες. Με τους όρους που ετέθησαν προηγουμένως για να συμβεί η σταθεροποίηση θα πρέπει να υπάρξουν παραχωρήσεις από τη μία εκ των εμπλεκομένων πλευρών και αυτό θα συμβεί όταν η εξακολούθηση της αντιπαράθεσης θα έχει ένα κόστος. Αλλά και ταυτόχρονα το όφελος της άλλης πλευράς θα είναι μεγαλύτερο από το κόστος αυτό.

Πριν από την επιτυχία μιας σταθεροποίησης έχουν προηγηθεί συχνά πολλές αποτυχημένες προσπάθειες και συχνά ένα ή και περισσότερα αποτυχημένα προγράμματα. Συχνά μάλιστα ένα αποτυχημένο πρόγραμμα δείχνει να είναι το ίδιο με ένα επιτυχημένο. Εξάλλου θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι είναι διαφορετική μία πολιτική σταθεροποίησης των μακροοικονομικών μεγεθών της οικονομίας, που σημαίνει αυξήσεις φόρων και μειώσεις δαπανών, από μία πολιτική δομικών αλλαγών με απελευθέρωση των αγορών. Η δεύτερη διαδικασία είναι πολύ πιο σκληρή όσον αφορά αυτό που προηγουμένως ανέφερα ως πόλεμο φθοράς από την πρώτη. Στη μεν πρώτη μειώνονται οι σχετικές αναλογίες των εισοδημάτων στο Α.Ε.Π., στη δεύτερη αμφισβητείται η ύπαρξη ολόκληρων κοινωνικών και οικονομικών ομάδων.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, το ερώτημα που τίθεται άμεσα είναι πώς μπαίνει η μεταβλητή που ονομάζουμε ξένος και τι συνέπειες έχει. Είναι προφανές ότι κάθε μία από τις κρίσεις έχει τη δική της ιδιαίτερη φυσιογνωμία που οφείλεται τόσο στην εγχώρια οικονομική και πολιτική κατάσταση, όσο και στη διεθνή συγκυρία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η παρέμβαση του ξένου γίνεται μόνο στην έκταση που επιδιώκεται η εξασφάλιση των δικών του συγκεκριμένων συμφερόντων και προτεραιοτήτων. Τι είναι εκείνο που πετυχαίνει; Στην πραγματικότητα επιβάλλει μία πολιτική σταθεροποίηση, η οποία με τη σειρά της καθιστά εφικτή τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Με άλλα λόγια ελαχιστοποιεί το κόστος για τις πολιτικές ομάδες που θα πρέπει να λάβουν αποφάσεις καθώς αυτές επιμερίζονται, ενώ η συμμετοχή τους σε αυτές παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της απαίτησης ενός τρίτου εξωτερικού παίκτη, πράγμα πολύ βολικό για τους εγχώριους παίκτες. Με διαφορετικά λόγια η παρέμβαση των ξένων, του διεθνούς παράγοντα με άλλα λόγια, ενισχύει μία από τις πλευρές που συμμετέχουν στον πόλεμο φθοράς, καθιστώντας σαφές στις υπόλοιπες ότι το κόστος για αυτές από την εξακολούθηση της αντιπαράθεσης θα είναι μεγάλο και ο μακροχρόνιος αγώνας μάταιος.

Το γεγονός ότι η πραγματικότητα που ζούμε σήμερα μπορεί να ενταχθεί σε ένα γενικότερο σχήμα, που το έχει ξαναζήσει η Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες, δεν φαντάζομαι ότι μπορεί να μας παρηγορήσει. Μπορεί όμως να μας βοηθήσει να απομυθοποιήσουμε τον πολιτικό λόγο του «ηρωισμού και της αξιοπρέπειας» και να τον φέρουμε στις πραγματικές του διαστάσεις.

Και όμως είναι απόλυτα ειλικρινείς…

Δημοσιεύτηκε στη εφημερίδα Καθημερινή στις 09/07/2015

Νομίζω ότι το μεγάλο λάθος όσων ήσαν αντίθετοι με τον Σύριζα ήταν ότι δεν τον πήραν στα σοβαρά, δεν άκουσαν όλα όσα έλεγαν τα στελέχη του, ο ίδιος ο αρχηγός του, αλλά και το κόμμα σε συλλογικό επίπεδο. Πιστεύαμε όλοι ότι δεν ήταν παρά λόγια του αέρα, υποσχέσεις ή εντυπωσιασμοί που, όταν θα βρεθούν αντιμέτωπα με την πραγματικότητα, θα σκάσουν σαν φούσκα. Θα προσαρμοστούν στην πραγματικότητα, σκεφτόμαστε, θα αλλάξουν πορεία, δεν γίνεται, και τελικά θα μπουν στο παιγνίδι με τους ίδιους όρους με τους οποίους παίζουν και οι υπόλοιποι. Τελικά, τα πράγματα δεν ήταν έτσι, και το αποτέλεσμα ήταν ότι οδήγησαν την οικονομία στην καταστροφή, γιατί και μόνο οι κλειστές τράπεζες είναι καταστροφή. Αλλά το είχαν δηλώσει ήδη, όπως και τώρα δηλώνουν ότι δεν θα αλλάξουν ρότα.

Επιμένω, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι μας είχαν προειδοποιήσει, μόνο που δεν δώσαμε σημασία, πιστεύοντας ότι ήταν μεγάλα λόγια. Ο ιδεολογικός μπροστάρης του Σύριζα, ο αγλαός Φλαμπουράρης, σε μια συνέντευξη που είχε δώσει στην Καθημερινή, είχε πει πολλά πράγματα. Συγκρατήσαμε και γελάσαμε με την ανοησία του, ότι το χρέος είναι αέρας, αλλά ο Φλαμπουράρης είπε και άλλα. Και δεν δίστασε να πει ότι ο εχθρός είναι ο καπιταλισμός. Για να σκεφτούμε, όμως, ότι ο αγλαός Φλαμπουράρης είναι υπουργός μιας κυβέρνησης ενός καπιταλιστικού –με όλες τις ιδιαιτερότητες της περίπτωσης– κράτους και ας αναρωτηθούμε πώς είναι δυνατόν να εργάζεται για το καλό της χώρας αυτής. Ο άνθρωπος, επομένως, δεν ήταν μόνο γραφικός, ήταν και ειλικρινής, αλλά και επικίνδυνος.

Αλλά και ο νυν υπουργός Οικονομικών, ο κομψός Τσακαλώτος, αντιμετωπίστηκε με πολλή συμπάθεια όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, προφανώς γιατί το μέτρο σύγκρισης ήταν πολύ χαμηλά. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι τον τελευταίο καιρό αυτός ήταν ο υπεύθυνος της διαπραγμάτευσης και, ουσιαστικά, αυτός οδήγησε τη χώρα στο σημείο που βρίσκεται σήμερα, εξαιτίας του οι τράπεζες είναι κλειστές. Και έτσι, υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να πάρουν ούτε «τη σύνταξη των 500 ευρώ, με την οποία συντηρούν μια ολόκληρη οικογένεια», αλλά μόνο 120 ευρώ. Δεν ξέρω τι μπορούν να συντηρήσουν με το ποσό αυτό, αλλά σίγουρα είναι έργο Τσακαλώτου, μόνο που από σεμνότητα, φαντάζομαι, δεν το ομολογεί. Και ο ίδιος, βεβαίως, στην ομιλία του κατά την παράδοση-παραλαβή του υπουργείου, έδωσε τα εύσημα στον προκάτοχό του, υποστηρίζοντας ότι «σε αυτό το σημείο δεν θα είχαμε φτάσει χωρίς τον Γιάνη Βαρουφάκη». Αλλά, τουλάχιστον, μας καθησύχασε λέγοντας ότι «ελπίζει ότι θα μπορέσει να συνεχίσει αυτό το έργο».

Τι είναι εκείνο, λοιπόν, που μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα ξεφύγουμε από την ολική καταστροφή και την έξοδο από το ευρώ. Οποιος πει ότι μας εξαπάτησαν θα έχει άδικο. Πολύ ειλικρινά, ο Τσακαλώτος δήλωσε ότι η πορεία προς το χάος θα συνεχιστεί, οπότε ας μην τον αδικούμε όταν εμφανίστηκε χωρίς ουσιαστικές προτάσεις στο Eurogroup. Παραμένει συνεπής με τον εαυτό του. Ποτέ δεν έκρυψε ότι η Ευρώπη δεν είναι του γούστου του και ότι δεν είναι διατεθειμένος να δουλέψει για αυτή την Ευρώπη.

Επομένως, αν νομίζουμε ότι θα αλλάξει κάτι στην πολιτική της κυβέρνησης, αυτό είναι σφάλμα. Οχι για άλλον λόγο, αλλά γιατί πιστεύω στην ειλικρίνεια του Τσακαλώτου.

Η φιλοδοξία Τσίπρα να καταστρέψει την Ευρώπη μετά την Ελλάδα

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Καθημερινή στις 6/7/2015.

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Καθημερινή στις 6/7/2015. Μου ζητήθηκε από ένα έντυπο του εξωτερικού να περιγράψω την περίοδο από τις εκλογές του Γενάρη έως το δημοψήφισμα. Το κείμενο το έγραψα, αλλά είχα μια δυστοκία στον τίτλο που θα του έδινα. Ομολογώ ότι ο τίτλος «Ο χειρότερος πρωθυπουργός της ελληνικής ιστορίας» πέρασε πολλές φορές από το μυαλό μου, αλλά είχα πάντα τον ενδοιασμό ότι πολλοί πρωθυπουργοί της τελευταίας δεκαετίας μπορούν να τον διεκδικήσουν επάξια: ο ένας γιατί μας οδήγησε εδώ που είμαστε (όχι δεν είναι ο Γ.Α.Π.), ο άλλος γιατί δεν είχε πάρει χαμπάρι τι συνέβαινε στη χώρα (αυτός είναι ο Γ.Α.Π.), ο τρίτος γιατί, προκειμένου να γίνει πρωθυπουργός και να εφαρμόσει ένα μνημόνιο, έσκιζε προηγουμένως μνημόνια, διευκολύνοντας έτσι τον Αλέξη Τσίπρα να γίνει πρωθυπουργός. Πληθώρα εναλλακτικών λύσεων. Τέλος, η λύση ήρθε μόνη της. Ακούγοντας τις δηλώσεις που έκανε ο πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας βγαίνοντας από το εκλογικό κέντρο στο οποίο ψήφισε, αναλογίστηκα ότι ήταν απαράμιλλος, αξεπέραστος, μοναδικός. Ηταν, με διαφορά, ο χειρότερος πρωθυπουργός που γνώρισε η Ελλάδα στην ιστορία της.

Ο κ. Τσίπρας δικαιούται να θεωρείται ο χειρότερος πρωθυπουργός της ελληνικής ιστορίας, όχι γιατί υποσχέθηκε τα πάντα προκειμένου να καταλάβει την επίζηλη θέση που με τόσο σθένος διεκδικούσε. Στο παρελθόν υπήρξαν πολλοί πρωθυπουργοί που έπραξαν εξίσου ανενδοίαστα και ανερυθρίαστα το ίδιο. Ούτε κερδίζει αυτή την –όχι και τόσο επίζηλη– διάκριση καταφεύγοντας σε ένα άνευ περιεχομένου δημοψήφισμα, προκειμένου να σώσει τις κομματικές ισορροπίες. Το γεγονός ότι δίπλα του, σαν σύμβουλοι, στέκονται ο αγλαός Φλαμπουράρης και ο τρισόλβιος Σακελλαρίδης πάλι δεν του δίνει μια πρωτοπορία· υπήρξαν και άλλοι πρωθυπουργοί με όχι και τόσο πετυχημένο περιβάλλον. Επίσης, ούτε η καλλιέργεια της ξενοφοβίας και το διχαστικό του πνεύμα δεν δικαιολογούν την υψηλοτέρα των διακρίσεων μεταξύ των προέδρων των κυβερνήσεων της χώρας. Οι επιδόσεις του στη διακυβέρνηση νομίζω ότι μπορεί να είναι πολύ κάτω του μετρίου και, όπως φάνηκε, να μην ήταν σε θέση να ελέγξει κανέναν υπουργό του, αλλά στον τομέα αυτό οι επιδόσεις προκατόχων του ήταν επίσης της συμφοράς, οπότε δεν μπορεί να δικαιολογήσει τα αριστεία. Εκεί που οι επιδόσεις του είναι υψηλές και αδιαμφισβήτητες, δηλαδή στην επιλογή των υπουργών του (το ομολογώ, είμαι λάτρης του Στρατούλη), ήρθε ο κ. Σαμαράς και, με την κυβέρνηση που σχημάτισε μετά τις ευρωεκλογές του 2014, του έκανε ματ. Τώρα σε κάποια πεδία, όπως η επιτυχία της απόλυτης απομόνωσης της Ελλάδας διεθνώς, ο κ. Τσίπρας δεν είχε τύχη. Στον τομέα αυτό, πολλοί Ελληνες πρωθυπουργοί είχαν στο παρελθόν εξαιρετικές επιδόσεις.

Ο κ. Τσίπρας διατηρεί μία, νομίζω, ασύγκριτη υπεροχή σε σύγκριση με όλους του προκατόχους του για τον τρόπο που χειρίζεται την πραγματικότητα. Εκεί νομίζω ότι δεν μπορεί να συγκριθεί με κανέναν Ελληνα πρωθυπουργό από τον 19ο αιώνα έως σήμερα. Η τάση υπήρχε σε όλα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά νομίζω ότι ο κ. πρωθυπουργός έφτασε την τέχνη της παραμόρφωσης της πραγματικότητας σε απίθανα ύψη. Εχοντας ως εκπρόσωπο της κοινοβουλευτικής ομάδας τον μειλίχιο και ευγενή Φίλη, κατάφερε κάτι που κανένας Ελληνας πρωθυπουργός δεν είχε καταφέρει: να αφήνει τους αντιπάλους του άφωνους. Είναι αδύνατον να αντικρούσεις κάτι που δεν υπάρχει, δεν υφίσταται… Αλλά, δυστυχώς γι’ αυτόν, υπήρξαν κάποια καθεστώτα του παρελθόντος που είχαν την παραποίηση της πραγματικότητας ως συστατικό της λειτουργίας τους. Οπότε και εδώ είχα ατυχήσει, και, μαζί με εμένα, ο πρωθυπουργός στον αγώνα για διάκριση.

Αλλά, όπως είπα, οι δηλώσεις του αμέσως μετά τη συμμετοχή του στο δημοψήφισμα μού έλυσαν το πρόβλημα. Αφού ψήφισε, λοιπόν, ο πρωθυπουργός, δήλωσε: «Από αύριο θα έχουμε ανοίξει έναν νέο δρόμο για τους λαούς της Ευρώπης». Εκεί ακριβώς πείστηκα ότι ο πρωθυπουργός δικαιούται τα αριστεία του χειρότερου πρωθυπουργού της ελληνικής ιστορίας. Ολες οι άλλες επιδόσεις του θα μπορούσε κανείς να τις βρει και σε άλλους πρωθυπουργούς. Ομως τη φιλοδοξία να καταστρέψει και την Ευρώπη μετά την Ελλάδα νομίζω ότι κανείς από τους προκατόχους του δεν την είχε.

Tι κρίμα κύριε καθηγητά...

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 2/7/2015.

Νομίζω ότι οι πιο θλιβερές προσωπικότητες στις μέρες μας δεν είναι οι κάτοχοι ή οι παρατρεχάμενοι της εξουσίας, που πηγαίνουν πέρα-δώθε προσπαθώντας, όταν δεν καταστρέφουν τα πάντα γύρω τους, να κατανοήσουν τι έχει συμβεί και οι μαγικές συνταγές τους για να αλλάξουν την Ευρώπη έχουν ως μόνο αποτέλεσμα να οδηγούν στην άβυσσο την Ελλάδα.

Οι πιο θλιβερές φυσιογνωμίες είναι οι ποικιλώνυμοι διανοούμενοι που προσέφεραν την κάλυψή τους (και επωφελήθηκαν από αυτό) στην άνοδο αυτού του εθνικολαϊκού και ξενοφοβικού «μορφώματος», που μπόρεσε να κερδίσει την εξουσία ασύστολα ψευδόμενο και εξαπατώντας τους δυνητικούς ψηφοφόρους του.

Οι πιο θλιβερές φυσιογνωμίες είναι εκείνοι οι διανοούμενοι που για πέντε μήνες δεν μίλησαν καθόλου, απολαμβάνοντας τα αγαθά της εξουσίας, παρά το γεγονός ότι κάθε μέρα άνθρωποι και επιχειρήσεις καταστρέφονταν.

Οι πιο θλιβερές φυσιογνωμίες είναι εκείνοι οι διανοούμενοι που αποκαλούν κυβέρνηση της Αριστεράς την κυβέρνηση συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Φαίνεται πως και οι ΑΝΕΛ αριστερά είναι...

Οι πιο θλιβερές φυσιογνωμίες είναι οι διανοούμενοι εκείνοι που βλέπουν πως τη στιγμή αυτή κρίνονται «το μέλλον της Ελλάδας, η αξιοπιστία της κυβερνώσης Αριστεράς και οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ευρώπης». Είναι αλήθεια πως η αξιοπιστία της κυβέρνησης μέχρι τώρα ενισχυόταν μέσα από την πλήρη παραπληροφόρηση των πολιτών.

Οι πιο θλιβερές φυσιογνωμίες είναι εκείνοι οι διανοούμενοι που έχουν το θράσος να γράφουν πως «κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η δραματική κατολίσθηση των όρων διαβίωσης ενός ολόκληρου λαού συνιστά απόλυτη ηθική δικαίωση των αξιακά αδιαπραγμάτευτων ελληνικών θέσεων». Αραγε, ρωτήθηκαν οι συνομήλικοί τους συνταξιούχοι που στήνονται με τις ώρες στην ουρά υπό βροχήν έξω από το ΑΤΜ μιας τράπεζας αν θα ήθελαν να βιώσουν αυτή τη δικαίωση;

Οι πιο θλιβερές φυσιογνωμίες είναι εκείνοι οι διανοούμενοι που σιωπούν μπροστά σε παράλογες καταστάσεις, όπως το δημοψήφισμα που θα κρίνει το μέλλον της χώρας μας, αλλά ζητούν να μην απεμποληθούν «τα πανίσχυρα όπλα μας, που δεν είναι άλλα από το δίκαιο και τον ορθό λόγο».

Οι πιο θλιβερές φυσιογνωμίες είναι εκείνοι οι διανοούμενοι που έχοντας πλήρη συνείδηση του τι ακριβώς συμβαίνει, προσπαθούν να βγάλουν την ουρά τους απέξω τώρα που ήρθαν τα δύσκολα. Αλλά και που δεν έχουν το θάρρος να πουν την αλήθεια και ψελλίζουν εκκλήσεις.

Τι κρίμα, κύριε καθηγητά...

Η μεταπολίτευση και οι υποτιμήσεις της δραχμής

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Huffington Post-Greece στις 18/6/2015

Η αδυναμία προσφυγής στην υποτίμηση στις συνθήκες του καθεστώτος ευρώ έχει δώσει πολύ συχνά μυθικές διαστάσεις στις ευκαιρίες που προσέφερε η ευελιξία του εθνικού νομίσματος. Πρόκειται ασφαλώς για υπερβολικές απόψεις που ως επί το πλείστον κρύβουν πολιτικές σκοπιμότητες. Γιατί μια υποτίμηση ενός εθνικού νομίσματος μπορεί να αποδώσει αγαθά αποτελέσματα μόνο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και μόνον εφόσον στηρίζεται σε κατάλληλη πολιτική (δημοσιονομική, νομισματική, εισοδηματική και παραγωγική). Για μία οικονομία μάλιστα όπως η ελληνική, δηλαδή για μία οικονομία ανοιχτή στον ανταγωνισμό και μικρή σε μέγεθος, μόνο τα υψηλά επιτόκια θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν συναλλαγματική και νομισματική σταθερότητα. Η εναλλακτική λύση θα ήταν η συναλλαγματική και κατ' επέκταση η νομισματική αστάθεια.

Η ελληνική οικονομία κατά την περίοδο 1953 -1973 πέτυχε εξαιρετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μέσα στο πλαίσιο μιας μακροοικονομικής σταθερότητας, βασικό στοιχείο της οποία ήταν η σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής με το δολάριο σε τιμή 30 δραχμών το $. Η μεταπολίτευση διαμόρφωσε ένα εντελώς διαφορετικό μακροοικονομικό πλαίσιο στο οποίο η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ήταν βασικό συστατικό. Η συνεχής μείωση της αξίας της δραχμής από το 1975 μέχρι το 1990, αποτελούσε ως επί το πλείστον μία προσπάθεια να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα των εμπορεύσιμων προϊόντων της χώρας. Σε ποια έκταση το πετύχαινε ήταν συζητήσιμο καθώς μείωση της αξίας της δραχμής είχε επιπτώσεις στον πληθωρισμό. Ο πληθωρισμός με τη σειρά του επιβάρυνε το κόστος της ζωής και αύξανε τις απαιτήσεις για μισθολογικές αναπροσαρμογές έτσι ώστε να καλυφθούν οι εισοδηματικές απώλειες από την άνοδο των τιμών. Τούτο υπονόμευε καίρια την εμβέλεια της πολιτικής διολίσθησης.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μεταδικτατορικής περιόδου ήταν και η σημαντική αύξηση αφενός μεν του ενεργειακού κόστους με τις δύο ενεργειακές κρίσεις του 1973 και 1979, αφετέρου του κόστους εργασίας. Η άμεση συνέπεια ήταν η μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων που ήσαν εκτεθειμένα στον διεθνή ανταγωνισμό. Οι κυβερνήσεις της εποχής θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητα είτε μέσω της διολίσθησης της δραχμής, δηλαδή της σταδιακής μείωσής της, είτε μέσω της υποτίμησής της, δηλαδή μέσω μίας εφάπαξ μείωσης της τιμής. Η επιλογή εναπόκειται στα χέρια των νομισματικών αρχών, οι οποίες στην τελική επιλογή τους θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους τις επιπτώσεις σε μία σειρά από μεταβλητές, μεταξύ των οποίων όπως είδαμε ο πληθωρισμός είναι πρωταρχικής σημασίας.

Στα χρόνια 1974-1980 η Τράπεζα της Ελλάδος ακολουθεί μία μετριοπαθή πολιτική διολίσθησης προσπαθώντας να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, αν και χωρίς μεγάλη επιτυχία με αποτέλεσμα η βιομηχανία να υποστεί πολύ μεγάλες πιέσεις. Το Πα.Σο.Κ. με την άνοδο του στην εξουσία προσπάθησε να ακολουθήσει μία πιο σκληρή πολιτική, η οποία ωστόσο εγκαταλείφθηκε το 1983, όταν τον Ιανουάριο της χρονιάς αυτής αποφασίστηκε η υποτίμηση της δραχμής κατά 15,5%. Υπήρξε αρχικά η ελπίδα ότι η νέα ισοτιμία θα μπορούσε να διατηρηθεί, όμως ήδη από τον Αύγουστο του 1983 η κεντρική τράπεζα της χώρας οδηγήθηκε σε μία πολιτική ταχείας διολίσθησης της δραχμής. Η πολιτική αυτή είχε άμεσες συνέπειες στην άνοδο των τιμών που με τη σειρά τους ενσωματώνονταν στην αύξηση του κόστους εργασίας μέσω την πολιτικής της Α.Τ.Α. (Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής) που είχε υιοθετηθεί. Η πολιτική αυτή δεν πέτυχε τους στόχους της και οι συνέπειες για το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας ήταν καταστροφικές. Το 1985 τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας έφτασαν σε επικίνδυνα επίπεδα, με αποτέλεσμα να υιοθετηθεί ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα και ο Κ. Σημίτης να αναλάβει την εφαρμογή του ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας. Μεταξύ των άλλων μέτρων που υιοθετήθηκαν υπήρξε και μία νέα υποτίμηση της δραχμής κατά 15%. Τα αποτελέσματα του σταθεροποιητικού προγράμματος υπήρξαν θετικά, αλλά αυτό συνέβη γιατί υιοθετήθηκε μία νέα εισοδηματική πολιτική που συγκρατούσε το κόστος εργασίας. Οι αντιδράσεις που προκάλεσε το πρόγραμμα σε συνάρτηση με τις επερχόμενες εκλογές οδήγησαν σε εγκατάλειψή του και στην επιστροφή μιας πολιτικής ανάλογης με εκείνην των αρχών της δεκαετίας του 1980, η οποία δεν άργησε να οδηγήσει σε μία οξύτατη κρίση το 1990.

Από το 1990 και μετά η Τράπεζα της Ελλάδος στράφηκε σε μία πολιτική της σκληρής δραχμής με κύριο στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Ήταν γενικώς παραδεκτό πλέον ότι η πολιτική διολίσθησης της δραχμής δεν είχε αποδώσει. Η πολιτική όμως της σκληρής δραχμής είχε ως προϋπόθεση συνέπεια και ικανότητα να ξεπεραστούν οι πιέσεις από όλους όσους προτιμούσαν τις εύκολες λύσεις μετακύλησης του αυξανόμενου κόστους παραγωγής μέσω της συναλλαγματικής πολιτικής. Και αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος το πέτυχε με αποτέλεσμα η πολιτική της σκληρής δραχμής να αποδειχθεί αποτελεσματική στην καταπολέμηση του πληθωρισμού. Τον Μάρτιο του 1998 πραγματοποιήθηκε η τελευταία υποτίμηση της δραχμής της τάξεως του 12,6% με την ταυτόχρονη είσοδό της στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η υποτίμηση αυτή αποτελούσε το τελευταίο βήμα για την είσοδο της Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ.

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ένα πράγμα: η υποτίμηση δεν αποτελεί πανάκεια για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων και κυρίως της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας. Από μόνη της δεν μπορεί να πετύχει κάτι. Μία σειρά από άλλες μεταβλητές συνεπιδρούν για τη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Εξάλλου δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι χωρίς μία συγκροτημένη πολιτική οικονομικής μεγέθυνσης και μακροοικονομικής διαχείρισης, η υποτίμηση από μόνη της μάλλον δεν θα έχει να προσφέρει τίποτε πέραν του να ασκήσει πολύ έντονες πληθωριστικές πιέσεις. Αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε ότι στα χρόνια 1953-1973 με την ισοτιμία δραχμής - δολαρίου κλειδωμένη στις 30 δραχμές, ο ρυθμός μεγέθυνσης κατά μέσο όρο ανερχόταν σε 7% ετησίως. Αντιθέτως κατά την περίοδο 1981-1990, δηλαδή την κατ'εξοχήν περίοδο υποτιμήσεων και ταχείας διολίσθησης, ο ρυθμός μεγέθυνσης ήταν κατά μέσος όρο μόλις 0,8% ετησίως.

Οικονομικές αναλογίες και διαφορές με τη σημερινή εποχή

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 12/1/2014.

Η επανέκδοση του λευκώματος «Αι θυσίαι της Ελλάδος στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» μπορεί να σχολιαστεί κατά πολλούς και ποικίλους τρόπους. Μιας όμως και η επανέκδοση αυτή έρχεται να μας θυμίσει ότι η Κατοχή τελείωσε στην Ελλάδα πριν από 70 χρόνια, σκόπιμο είναι να την αντιμετωπίσουμε ως μία καλή ευκαιρία προκειμένου να μετρήσουμε την απόσταση που μας χωρίζει από την εποχή εκείνη. Και η απόσταση είναι μεγάλη, εντυπωσιακά μεγάλη. Αντιστοιχεί δε στην προσπάθεια μιας χώρας να ξεφύγει από τη φτώχεια, την καθυστέρηση και την καταστροφή. Υπογραμμίζει δε την επιτυχία της, που δεν μπορεί κανείς παρά να την κρίνει ως αξιοθαύμαστη. Κατά έναν αντίστοιχο τρόπο το λεύκωμα του Κωνσταντίνου Δοξιάδη έρχεται να υπογραμμίσει την αμετροέπεια που χαρακτηρίζει τον σημερινό πολιτικό λόγο, με τις συνεχείς αναφορές στη δεκαετία του 1940 μέσω της επίκλησης της ομοιότητας, της αναλογίας ή ακόμη των διδαγμάτων που θα πρέπει να αντλήσουμε ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Γιατί αυτό που μας δείχνει το λεύκωμα του Κ. Δοξιάδη είναι ότι η Ελλάδα του 1944 δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα του σήμερα. Η πρώτη ήταν μία αγροτική χώρα κατεστραμμένη από τους πολέμους. Πάμφτωχη, με εξαιρετικά χαμηλούς εκπαιδευτικούς δείκτες και με την πολιτική να λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό σε εξωθεσμικό πλαίσιο. Τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει σήμερα και νομίζω ότι δείχνει, στην καλύτερη περίπτωση, διανοητική φτώχεια η προσπάθεια διέγερσης του φαντασιακού των Ελλήνων για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν λόγω της κρίσης παραπέμποντας σε ομοιότητες με τη δεκαετία του 1940. Η Ελλάδα του 2014 είναι, παρά την κρίση, μία εύπορη χώρα, με υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό και μια δημοκρατία που παρά τα προβλήματά της εξακολουθεί ακόμη να λειτουργεί ομαλά. Δεν υφίσταται κανένα πεδίο σύγκρισης με την Ελλάδα του 1944. Η επανέκδοση του λευκώματος, επομένως, αποτελεί ένα ερέθισμα που μπορεί να μας υποδείξει το αδόκιμο των αναλογιών με τη δεκαετία του 1940 και την ανάγκη να καλλιεργήσουμε για την περίοδο αυτή, όχι μία μνήμη πολιτικής εμπάθειας και μίσους, αλλά ιστορικής κατανόησης. Και πάρα πέρα να μας θυμίσει από πού ξεκίνησε αυτή η χώρα και πού έχει φτάσει.

Κράτος και ομάδες συμφερόντων. Το μεταπολιτευτικό κοινωνιολογικό παράδειγμα για το ελληνικό κράτος και η πτώση του

Δημοσιεύτηκε στο The Athens Review of Books, τχ. 46, Δεκέμβριος 2013, σσ.41-43.

Το κείμενο δεν είναι διαθέσιμο.

Σχολεία εκτός πραγματικότητας

Σε συνεργασία με τον Δ. Σωτηρόπουλο
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα στις 3/12/2012.

Το κείμενο δεν είναι διαθέσιμο.

Η βαριά βιομηχανία της ελληνικής ιστορίας όλα τα αλέθει

Δημοσιεύτηκε στο The Athens Review of Books τον Σεπτέμβριο 2010.

Το κείμενο δεν είναι διαθέσιμο.
';